Του Γιώργου Τούλα
Η γενιά μου, ανάμεσα στα 40 και τα πενήντα είναι μια τυχερή άτυχη γενιά. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα ‘70ς, έχοντας στον περίγυρο τα τελευταία σημάδια μιας Ελλάδας που άφηνε πίσω τη φτώχια και τη στέρηση. Όλοι μας λίγο ως πολύ θυμόμαστε τα σημάδια εκείνης της μεταβατικής εποχής. Τις λίγες χαρές, που εκτιμούσαμε δεόντως, τη ζωή στο χρώμα... της σέπιας, την προσμονή για το νέο. Το νέο ήρθε με την είσοδο στην ΕΟΚ, τη θυμάμαι τη μέρα της υπογραφής στο Ζάππειο. Καθόμασταν με τον πατέρα μου και το βλέπαμε στις ειδήσεις. Ο Καραμανλής έλαμπε από περηφάνια. Να δεις θα αλλάξουν όλα, μου έλεγε ο πατέρας μου, εκφράζοντας την ελπίδα ενός ολόκληρου στερημένου λαού. Μετά ήρθε ο λαοπλάνος Ανδρέας Παπανδρέου. Μίλησε στις καρδιές των ανθρώπων και είπε αυτά που χρειαζόταν να ακούσουν. Ο πατέρας μου, αριστερός από παράδοση και οικογένεια κατατρεγμένη τον ψήφισε. Όπως και όλη η Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια του ’80 έμοιαζαν με κοσμογονία. Μαζί με τις υποσχέσεις για δικαιοσύνη, ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία ήρθε και το ευρωπαϊκό χρήμα. Και άρχισαν οι μέρες και οι νύχτες μας να αλλάζουν. Εμείς ενηλικιωνόμασταν μαζί με μια Ελλάδα που άρχισε να ευημερεί. Να ταξιδεύει, να αγοράζει, να ξοδεύει. Τα στερητικά σύνδρομα των γιαγιάδων και των παππούδων μας, άρχισαν να μένουν πια στις αναμνήσεις και τις διηγήσεις τους. Η γενιά μου σπούδασε, έκανε όνειρα, διεκδίκησε και πήρε θέσεις, άλλες από αυτές με δίκαιο τρόπο, άλλες με τα γνωστά τηλεφωνήματα σε πολιτικούς. Ο δημόσιος τομέας γιγαντώθηκε, οι επιχειρήσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα δάνεια που τόσο φοβόταν οι δικοί μας έγιναν καθημερινότητα. Για σπίτια, σκάφη, διακοπές, τσάντες. Και μετά ήρθε το τέλος της ευημερίας. Με τα γνωστά αποτελέσματα.
Η γενιά μου βρέθηκε μετέωρη.
Πιο μετέωρη από κάθε γενιά. Οι παλιοί τα είχαν ξαναζήσει και είχαν τη
σύνεση να αντιμετωπίσουν πιο ψύχραιμα. Οι νεότεροι, άρχισαν να
αντιλαμβάνονται τον κόσμο πάνω στο γύρισμα του. Έγιναν γενιά των
οκτακοσίων, επτακοσίων, εξακοσίων, πεντακοσίων και προσφάτως 300 ευρώ.
Προσαρμόστηκαν, όσο γίνεται ή έφυγαν. Εμείς μουδιάσαμε. Μεγάλοι για να
φύγουμε, μικροί για να αποσυρθούμε.
Και τότε άρχισε το δράμα. Αυτό το καλοκαίρι οι άνθρωποι που γνωρίζω, οι συνομήλικοι μου δεν μιλιούνται. Οι βεβαιότητές μας γκρεμίστηκαν ολοσχερώς. Όσοι βρεθήκαμε στην ανεργία παρακολουθούμε αμήχανοι τις τσέπες να αδειάζουν και αυτό μοιάζει εφιάλτης. Τα παρηγορητικά λόγια εκλείπουν για τον απλούστατο λόγο ότι οι τριγύρω γνωρίζουν καλά ότι έρχεται και η δική τους σειρά. Η κατάθλιψη δεν είναι πια προ των πυλών. Είναι μέσα στα σπίτια της γενιάς μου. Η ώρα των ψυχολόγων έχει φτάσει. Οι κουβέντες με φίλους δεν είναι πια αρκετές. Όλοι ψάχνουν τη ρίζα του κακού. Εξομολογούνται λάθος επιλογές, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις, αδυναμίες χειρισμού καταστάσεων. Νιώθουν να πνίγονται. Στη φόρα βγήκαν βίαια όλα όσα κρύβονταν κάτω από ένα χαλί ευημερίας.
Και τότε άρχισε το δράμα. Αυτό το καλοκαίρι οι άνθρωποι που γνωρίζω, οι συνομήλικοι μου δεν μιλιούνται. Οι βεβαιότητές μας γκρεμίστηκαν ολοσχερώς. Όσοι βρεθήκαμε στην ανεργία παρακολουθούμε αμήχανοι τις τσέπες να αδειάζουν και αυτό μοιάζει εφιάλτης. Τα παρηγορητικά λόγια εκλείπουν για τον απλούστατο λόγο ότι οι τριγύρω γνωρίζουν καλά ότι έρχεται και η δική τους σειρά. Η κατάθλιψη δεν είναι πια προ των πυλών. Είναι μέσα στα σπίτια της γενιάς μου. Η ώρα των ψυχολόγων έχει φτάσει. Οι κουβέντες με φίλους δεν είναι πια αρκετές. Όλοι ψάχνουν τη ρίζα του κακού. Εξομολογούνται λάθος επιλογές, αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις, αδυναμίες χειρισμού καταστάσεων. Νιώθουν να πνίγονται. Στη φόρα βγήκαν βίαια όλα όσα κρύβονταν κάτω από ένα χαλί ευημερίας.