Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008



Αποκάλυψη Ιωάννη

Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή των προφητειων του επίσημου βιβλίου της Εκκλησίας, πρέπει να επισημάνουμε ότι για ορισμένους μελετητές τα κείμενα αυτά αποτελούν τη νοηματική μεταφορά των προφητικών συμβόλων που είχε χαράξει ο Απολλώνιος ο Τυανεύς στις γνωστές μπρούτζινες στήλες που μεταφέρθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών. Στο κείμενο υπάρχουν επτά σφραγίδες που είναι και το κλειδί για την ερμηνεία της. Οι τέσσερις πρώτες σφραγίδες περιέχουν γενικά νοήματα και καταστάσεις που αποσχολούν όλους τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε ιστορική εποχή κι αν ζουν. Από την πέμπτη σφραγίδα και μετά οι περιγραφές αφορούν γεγονότα και καταστάσεις που αναφέρονται σε συγκεκριμμένες ιστορικές εποχές. Ακολουθώντας αυτή τη λογική, ισως η έβδομη σφραγίδα αφορά τις μέρες μας. Αυτή η σφραγίδα αποτελείται από επτά σάλπιγγες που με το σάλπισμά τους εκδηλώνονται διάφορα σοβαρά γεγονότα πάνω στη γη. Οι τρείς πρώτες σάλπιγγες έχουν ήδη ηχήσει και αφορούσαν τον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο την καταστροφή και ρύπανση της φύσης καθώς και την ραδιενεργό έκρηξη στο Τσερνομπίλ που αντιπροσωπεύεται από την τρίτη σάλπιγγα. Διαβάζουμε στο κεφάλαιο Η' της αποκάλυψης για την περίπτωση αυτού του πυρηνικού ατυχήματος: Και ο τρίτος Αγγελος εσάλπισε και έπεσε ένα μεγάλο αστέρι από τον ουρανό που καιγόταν σαν λαμπάδα . Και έπεσε στο 1/3 των ποταμών και στις πηγές των υδάτων. Και το όνομα του αστέρος είναι ΑΨΙΝΘΟΣ . Και έγινε το 1/3 των υδάτων σε άψινθο και πολλοί από τους ανθρώπους απέθαναν από τα ύδατα διότι επικράνθησαν. Το κλειδί σε αυτές τις φράσεις είναι η λέξη ΑΨΙΝΘΟΣ που είναι ένα πικρό φυτό και κατά περίεργη σύμπτωση στην Ουκρανική γλώσσα ονομάζεται ΤΣΕΡΝΟΜΠΙΛ!! Ετσι με τη λέξη ΑΨΙΝΘΟΣ μας δίδεται συμβολικά ο ακριβής τόπος (Τσερνομπιλ-Ουκρανία) μιας έκρηξης που θα έχει σαν αποτέλεσμα ένα πυρηνικό ατύχημα με συνέπεια και τη μόλυνση των υδάτων. Αν οι παραπάνω συλλογισμοί είναι σωστοί η επόμενη σάλπιγγα που πρόκειται να ηχήσει είναι η τέταρτη που αναφέρει τα εξής: Και ο τέταρτος Αγγελος σάλπισε και εκτυπήθη το 1/3 του ήλιου και το 1/3 της σελήνης και το 1/3 των αστέρων, για να σκοτιστεί το 1/3 αυτών και η ημέρα και η νύκτα έχασαν το 1/3 του φωτισμού των. Οι πιο πιθανές εξηγήσεις για την παραπάνω φράση που αφορά γεγονότα της τέταρτης σάλπιγγας που όπως είπαμε δεν ήχησε ακόμη είναι: 1) Μία ισχυρή κοσμική καταιγίδα από το εξωτερικό διάστημα να εισέλθει στο πλανητικό μας σύστημα και να επηρεάσει τις τροχιές των πλανητών του ηλίου και της σελήνης με αποτέλεσμα να μετατοπιστούν λίγο οι πόλοι της γης και να μεταβληθούν οι ώρες της μέρας και της νύκτας. Κάτι τέτοιο προσομοιάζει με την προφητεία του Ησαία που λέει ότι θα ανοίξουν τα παράθυρα του ουρανού και τα θεμέλια της γης θα τρίζουν και η γη θα τρεκλίζει σαν μεθυσμένη. 2) Να συμβεί μία τρομακτική έκρηξη ενός μεγάλου ηφαιστείου και από τη υπερβολική ποσότητα καπνού να σκοτεινιάσει ο ουρανός. Αυτή η υπόθεση μας φέρνει στο νου την προφητεία του Ιωήλ που μιλά για θαύματα στον ουρανό και τη γη και φωτιά με στήλες καπνού που θα σκοτεινιάσει τον ήλιο και τη σελήνη. Ετσι κι αλλιώς, άν υπάρχει κάποια αλήθεια σε όλα αυτά φαίνεται πως από κάποια αιτία θα σκοτεινιάσει ο ουρανός, γεγονός που θα είναι προειδοποίηση για τα επόμενα τρία σαλπίσματα που θα είναι πολύ οδυνηρά αφού λίγο πριν τον ήχο των τελευταίων σαλπίγγων εμφανίζεται στο κείμενο της αποκάλυψης ένας Αγγελος που λέγει Ουαί (αλοίμονο) ουαί στους κατοίκους της γης από τους ήχους της σάλπιγγας των τριών αγγέλων που πρόκειται να σαλπίσουν. Οπως φαίνεται, τα γεγονότα της τέταρτης σάλπιγγας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμη και θα έχουν όπως και των τριών προηγούμενων προειδοποιητικό χαρακτήρα για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. Επομένως πριν τις οδύνες των τριών τελευταίων σαλπίγγων θα πρέπει να περιμένουμε την εμφάνιση μιας έκρηξης ηφαιστείου ή κάποιου άλλου γεγονότος που θα δημιουργήσει ένα τόσο μεγάλο νέφος καπνού που θα σκοτεινιάσει τον ουρανό κάτι που είδαμε και στην προφητεία του Κομφούκιου. Ας δούμε όμως το πέμπτο σάλπισμα (Αποκάλυψη κεφ. θ') Και ο πέμπτος άγγελος εσάλπισε και είδα να έχει πέσει στη γη ένα αστέρι από τον ουρανό και δόθηκε σε αυτό το κλειδί του φρέατος της αβύσσου. Και ήνοιξε το φρέαρ της αβύσσου και ανέβηκε καπνός από το πηγάδι σαν καπνός από καμίνι που καίει και σκοτείνιασε ο ήλιος και ο αέρας από τον καπνό του πηγαδιού. Και από τον καπνό του πηγαδιού εξήλθαν ακρίδες στη γη και δόθηκε σε αυτές η εξουσία όπως έχουν εξουσία οι σκορπιοί επί της γης. Και ειπώθηκε σε αυτές να μην αδικήσουν το χόρτο της γης ούτε οτιδήποτε χλωρό ούτε κάθε δένδρο παρά μόνο τους ανθρώπους που δεν έχουν τη σφραγίδα του θεού στα μέτωπά τους. Εδώ με το πέμπτο σάλπισμα προαναγγελλεται πιθανότατα ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος που σαν κύριο στοιχείο του θα έχει τις αεροπορικές επιδρομές που θα μοιάζουν με τις επιδρομές των ακρίδων στα σπαρτά. Αντιλαμβανεται κανείς την ομοιότητα των σύγχρονων αεροσκαφών και ειδικότερα των ελικοπτέρων Απάτσι με τις ακρίδες άν αντιπαραβάλλει το σχήμα τους και το ότι πετούν σε σμήνη. Επιπλέον το γεγονός ότι οι ακρίδες της αποκάλυψης μπορούν και ξεχωρίζουν τα θύματά τους μας θυμίζει πολύ τις "έξυπνες βόμβες". Πιο κάτω ο ισχυρισμός ότι οι ακρίδες δεν είναι πραγματικές αλλά πρόκειται για πολεμικά αεροσκάφη επιβεβαιώνεται από τις φράσεις Και τα ομοιώματα των ακρίδων ήσαν όμοια με άλογα που είναι έτοιμα για πόλεμο ... ..και είχαν σιδερένιους θώρακες και ο ήχος των πτερύγων τους ήταν σαν φωνή πολλών αμαξών που σύρουν άλογα που τρέχουν για τον πόλεμο. Οι φράσεις αυτές περιγράφουν δίχως άλλο το υλικό κατασκευής αλλά και τον θόρυβο των υπερηχητικών αεροσκαφών. Το διάστημα κατά το οποίο οι ακρίδες θα βασανίζουν τους ανθρώπους, είναι πέντε μήνες. Οι υπόλοιπες σάλπιγγες αφορούν γεγονότα που σχετίζονται με την λεγόμενη εποχή του Αντίχριστου.

Οι βεβηλωμένες εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης Ποιές εκκλησίες χρησιμοποιούν ως τζαμιά οι Τούρκοι. Αδιαφορεί το ελληνικό κράτος.

1 Ιουνίου 2000
Την ίδια στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση ανεγείρει τζαμιά στην ως τώρα απελευθερωμένη Ελλάδα, η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί, όπως θα διαπιστώσετε από το παρόν άρθρο, έννοια άγνωστη για το τουρκικό έθνος. Στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Κωνσταντινούπολη, δεκάδες χριστιανικοί ναοί και μοναστήρια, αληθινά στολίδια του ελληνικού πολιτισμού, είτε έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, είτε έχουν ισοπεδωθεί. Είναι απορίας άξιον γιατί όλες οι χριστιανικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, και ειδικά η ελληνική, αποσιωπούν το ζήτημα. Ίσως, αντί για λύπη και οργή, να τους προκαλεί ευχαρίστηση η συνεχής βεβήλωση των εκκλησιών.

Η περίφημη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, πάνω στην οποία είναι κτισμένο ένα τζαμί. Στον τέταρτο λόφο της Πόλεως, στα βορειοδυτικά του Υδραγωγείου του Βάλεντος, είναι η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η πιο γνωστή εκκλησία της Κωνσταντινούπολης μετά την Αγία Σοφία. Η βασιλική των 12 Αποστόλων ανεγέρθηκε το 330 από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος έκτισε μέσα στην εκκλησία έναν μεγάλο τάφο σε σχήμα σταυρού για την ταφή του. Προετοίμασε επίσης δώδεκα άδειους τάφους για να δεχθούν τα λείψανα των Δώδεκα Αποστόλων. Το 356 ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνστάντιος έφερε και τοποθέτησε κάτω από την Αγία Τράπεζα τα λείψανα των Αποστόλων Ανδρέα από την Αχαϊα, Λουκά του Ευαγγελιστή και Τιμοθέου από την Έφεσο. Το 550 η εκκλησία ξαναχτίστηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, με σχέδιο Ελληνικού σταυρού από τους φημισμένους αρχιτέκτονες Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από την Μίλητο. Η εκκλησία φύλασσε επίσης τα λείψανα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, τοποθετημένα σε τάφους δεξιά και αριστερά από την Αγία Τράπεζα. Η "Στύλη της Μαστιγώσεως", στην οποία ο Ιησούς Χριστός είχε δεθεί και μαστιγωθεί, ήταν επίσης ανάμεσα στα κειμήλια της εκκλησίας. Η αυλή της εκκλησίας ήταν ο τόπος αναπαύσεως των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων από τον Κωνσταντίνο και την μητέρα του Ελένη μέχρι τον 11ο αιώνα. Οι τάφοι όλων των Πατριαρχών της Κωνσταντινουπόλεως ήταν επίσης στην αυλή.
Τα περισσότερα από τα λείψανα, τα χρυσά και ασημένια σκεύη διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους, οι εικόνες, τα αυτοκρατορικά στέμματα, τα μεγαλοπρεπή ιερατικά άμφια και άλλα σημαντικά αντικείμενα της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων μεταφέρθηκαν στην Δυτική Ευρώπη, όταν η πρωτεύουσα μας λεηλατήθηκε από τους Λατίνους το 1204. Οι Φράγκοι σύλησαν τους αυτοκρατορικούς τάφους, από τους οποίους αφαίρεσαν τα χρυσαφικά και τα πετράδια. Οι ένδοξοι τάφοι καταστράφηκαν εντελώς στην 'Αλωση της Πόλεως από τους Τούρκους (29 Μαίου 1453) από φανατικούς δερβίσηδες του σουλτάνου Μωάμεθ του Β'. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, οι δερβίσηδες κατέστρεφαν επί 14 ώρες με ρόπαλα και σιδερένιους λοστούς τα λείψανα. Αφού τα συνέθλιψαν, έριξαν ότι είχε απομείνει σε μια ασβεστοκάμινο. Το 1461 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' γκρέμισε την εκκλησία και έχτισε ένα τζαμί πάνω στα θεμέλια της, το τζαμί Φατίχ (Κατακτητής). Καταστράφηκε πέραν από κάθε επισκευή το 1763 από έναν τρομερό σεισμό (θείο μήνυμα;) και το σημερινό τζαμί χτίστηκε στην θέση του.

Εσωτερικό της εκκλησίας 'Αγιοι Σέργιος και Βάκχος, που χρησιμοποιείται σήμερα ως τζαμί. Η εκκλησία Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, ένα ορόσημο της εκκλησιαστικής μας αρχιτεκτονικής, χτίστηκε το 527 από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, λίγο πριν την Αγία Σοφία. Η εκκλησία είναι γνωστή μέχρι σήμερα ως "μικρή Αγία Σοφία", επειδή οι γενικές αρχές της αρχιτεκτονικής της είναι συγκρίσιμες με αυτές της Μεγάλης Εκκλησιάς μας. Οι στήλες ήταν φτιαγμένες από χρωματιστό μάρμαρο και το εσωτερικό της εκκλησίας έλαμπε από τους ποικιλόχρωμους μαρμάρινους τοίχους και από τον πλούτο των χρυσών μωσαϊκών.
Το 1509 ο σουλτάνος Βαγιαζίτ ο Β' μετέτρεψε την εκκλησία σε τζαμί, το τζαμί Χουσείν Αγά. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν την αψίδα και ασβέστωσαν τις τοιχογραφίες και τα μωσαϊκά στους τοίχους.

Το μοναστήρι Κωνσταντίνος Λιψ παραμένει ερειπωμένο. Το μοναστήρι Κωνσταντίνος Λιψ είναι ένα κτιριακό συγκρότημα αποτελούμενο από την Θεοτόκο Πανάχραντο, την εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή και το ταφικό παρεκκλήσι. Η πρώτη εκκλησία χτίστηκε το 908 στα βόρεια του συγκροτήματος από τον Κωνσταντίνο Λίπα, πατρίκιο του Έλληνα Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ' του Σοφού. Στα τέλη του 13ου αιώνα η Ελληνίδα Αυτοκράτειρα Θεοδώρα ανήγειρε στα κέντρο του συγκροτήματος μια νέα εκκλησία αφιερωμένη στον 'Αγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή και στα νότια ένα μικρό ταφικό παρεκκλήσι. Ανασκαφές αποκάλυψαν 32 τάφους, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας και της κόρης της Ευδοκίας. Το μοναστήρι ήταν πραγματικό έργο τέχνης με τα εναλλασσόμενα αψιδωτά παράθυρα, την περίτεχνη διακόσμηση από οδοντωτά στεφάνια και μεάνδρους και την εναλλαγή κόκκινων και άσπρων πλίνθων.
Το 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' μετέτρεψε το μοναστήρι σε τζαμί, το τζαμί Φενάρι Ισά. Το βόρειο μέρος του περιστύλιου του Αγίου Ιωάννη καταστράφηκε ολοσχερώς. Το τζαμί κάηκε το 1622 και το 1917. Μετά την πρώτη φωτιά, οι Τούρκοι κατέστρεψαν τις κολώνες. Μετά το 1917 το μοναστήρι παραμένει ερειπωμένο.

Το μοναστήρι του Μυρελαίου χρησιμοποιείται σήμερα ως τζαμί. Το μοναστήρι του Μυρελαίου, χτίστηκε το 920 από τον Έλληνα Αυτοκράτορα Ρωμανό Α' τον Λεκαπηνό. Πολλά μέλη της Μακεδονικής και της των Κομνηνών δυναστείας ήταν θαμμένα στην υπόγεια κρύπτη. Η αρχιτεκτονική της εκκλησίας, του μόνου μέρους του μοναστηριού που απέμεινε, θεωρείται αριστούργημα.
Το 1203 οι Λατίνοι έκαψαν το μοναστήρι. Το 1574 ο σουλτάνος Μουράτ Γ' μετέτρεψε το μοναστήρι σε τζαμί, το Μποντρούμ τζαμί. Το τζαμί κάηκε δύο φορές το 1784 και το 1911. Μια υπέροχη εικόνα μιας Βυζαντινής πριγκίπισσας που αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές έχει πλέον εξαφανιστεί.

Το μοναστήρι του Παντοκράτορα χρησιμοποιείται σήμερα ως τζαμί. Το μοναστήρι του Παντοκράτορα χτίστηκε σε ένα λόφο, δεξιά της μεγάλης λεωφόρου που οδηγούσε από τον Κεράτιο κόλπο στο υδραγωγείο του Βάλεντα, το 1136 από τον Έλληνα Αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνό και σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Νικηφόρο. Το μνημειώδες αυτό συγκρότημα ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία που κτίστηκε στην Πόλη από το καιρό του Ιουστινιανού. Ο Έλληνας Αυτοκράτορας Μανουήλ Α' Κομνηνός έφερε από την Έφεσο την μαρμάρινη "Στήλη του Χρίσματος", στην οποία το σώμα του Ιησού μυρώθηκε πριν την ταφή του και μεγάλα πλήθη συνέρρεαν στο μοναστήρι κάθε ημέρα από όλες τις γωνίες της αυτοκρατορίας μας για να προσκυνήσουν το ιερό κειμήλιο. Στο ταφικό παρεκκλήσι ετάφησαν αρκετοί Έλληνες Αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Β', ο Μανουήλ Α' και ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος.
Κατά την Λατινική κατοχή (1204-1261) το μοναστήρι λεηλατήθηκε από τους Βενετούς. Οι εικόνες, τα ιερά σκεύη και τα άγια κειμήλια διακοσμούν ξεδιάντροπα μέχρι σήμερα την εκκλησία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία. Το 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' μετέτρεψε το μοναστήρι σε τζαμί, το Ζεϊρέκ τζαμί. Μια τεράστια αυτοκρατορική σαρκοφάγος από πράσινη στιγματιστή πέτρα με σταυρούς στις τέσσερις πλευρές χρησιμοποιείται ως ποδόλουτρο (!!) από τους Τούρκους. Η ακατάστατη εμφάνιση της εκκλησίας δίνει την εντύπωση ότι η πτώση της Πόλης μόλις συνέβη, σαν τα φαντάσματα των μοναχών να μην είναι πολύ μακρυά.

Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή χρησιμοποιείται σήμερα ως τζαμί. Το μικρό αλλά κομψό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στον Τρουλλό χτίστηκε πιθανότατα τον 12ο αιώνα. Το 1520 ο Αχμέτ πασάς το μετέτρεψε σε τζαμί.

Το μοναστήρι της Θεοτόκου Παμμακάριστου χρησιμοποιείται σήμερα ως τζαμί. Στον πέμπτο λόφο της Βασιλεύουσας, αγναντεύοντας τον Κεράτιο κόλπο είναι το μοναστήρι της Θεοτόκου Παμμακάριστου, χτισμένο το 1305 από τον Μιχαήλ Ταρχανιώτη Γκλαβά, ένα από τα καλύτερα και τελειότερα έργα της ύστερης Βυζαντινής εποχής. Ταξιδιώτες και συγγραφείς, που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη, περιέγραφαν με θαυμασμό το μοναστήρι. Αν και σοβαρά κατεστραμμένα, τα εναπομείναντα μωσαϊκά αντανακλούν την υψηλή ποιότητα και την ξεχωριστή τεχνική της Βυζαντινής αναγέννησης. Το ταφικό παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Ιησού Χριστό, με τις κομψές αναλογίες, τις διασχιζόμενες από διπλές και τριπλές αχτίδες φωτός αψίδες και τους δύο εντυπωσιακούς τρούλλους, είναι ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα.
Το 1587 ο σουλτάνος Μουράτ Γ' μετέτρεψε το μοναστήρι σε τζαμί, το Φετίγιε (Νίκη) τζαμί. Στην κυρίως εκκλησία οι Τούρκοι κατέστρεψαν την αψίδα στα ανατολικά. Τα μοναδικά μωσαϊκά ασβεστώθηκαν. Στο ταφικό παρεκκλήσι οι εικόνες του κτίτορα Ταρχανιώτη και της συζύγου του καταστράφηκαν.
Συνδέσεις Τα Βυζαντινά μνημεία Βυζάντιον 1200
Ο κατάλογος με τις κατεστραμμένες ή χρησιμοποιούμενες ως τζαμιά εκκλησίες στην κατεχόμενη Κωνσταντινούπολη δεν έχει πραγματικά τελειωμό. Συνοπτικά, για να μην κουράσουμε τον αναγνώστη, αναφέρουμε τους 'Αγιους Θεοδώρους (Κιλισέ τζαμί), την Αγία Θεοδοσία (Γκολ τζαμί), τον 'Αγιο Ιωάννη του Στουδίου (Ιμραχόρ τζαμί), τον Ιησού Παντεπόπτη (Εσκί Ιμαρέτ ισλαμικό σχολείο), την Αγία Ειρήνη, τον 'Αγιο Γεώργιο στα Μάγκανα, την Αγία Ευφημία, κλπ. Προφανώς η "θρησκευτική ελευθερία" είναι μία άγνωστη έννοια για τους Τούρκους.
Σελίδα άρθρων για την Ορθοδοξία
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, με πληθυσμό 7.624.000 κατοίκους (1993). Υπήρξε πρωτεύουσά της μέχρι το 1923 και είναι το σημαντικότερο οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της. Διαιρείται σε τέσσερα διαμερίσματα (η κυρίως πόλη, η περιοχή ανατολικά του Κεράτιου κόλπου, τα προάστια, τα Πριγκηπονήσια).Γεωγραφική θέση. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στο ακραίο ανατολικό σημείο της τουρκικής Θράκης και στο ακραίο βορειοδυτικό σημείο της ασιατικής Τουρκίας, εκεί που ενώνεται ο Εύξεινος Πόντος με τη θάλασσα της Προποντίδας (Μαρμαρά). Η πόλη καταλαμβάνει την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά και εκτείνεται μέχρι τις απέναντι ανατολικές ακτές του Γαλατά. Το γεωγραφικό της στίγμα είναι βόρειο πλάτος 41ο 0΄16΄΄ και ανατολικό μήκος 28ο 58΄14΄΄. Στην περιοχή που εκτείνεται η πόλη, υψώνονται εφτά λόφοι (γι' αυτό ονομάστηκε Επτάλοφος) που διαχωρίζουν φυσικά τις διάφορες περιοχές της. Το ψηλότερο μέρος της πόλης (στην περιοχή της πύλης της Αδριανούπολης) βρίσκεται σε ύψος 77 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο Κεράτιος κόλπος οριοθετεί τη φυσική διαίρεση της πόλης. Είναι μια στενόμακρη υδάτινη λωρίδα που ξεκινά από βόρεια και εκτείνεται σε μήκος 7,5 χλμ., μέχρι το ακρωτήρι του Σεράι Μπουρνού. Από τα αρχαιότατα χρόνια έχει διαμορφωθεί σε λιμάνι της πόλης. Ο Βόσπορος έχει μήκος 31,5 χλμ. και το βάθος του φτάνει περίπου τα 60 μ. Η απόσταση που χωρίζει τις δυο πλευρές του, κυμαίνεται από 550 μ. (στο Ανατόλ Χισάρ) μέχρι τα 4,6 χλμ. (στο Μπουγιούκ Ντερέ - είσοδος στον Εύξεινο Πόντο). Η θάλασσα του Μαρμαρά (στα νότια) αποτελεί το φυσικό πέρασμα ανάμεσα σε δυο ηπείρους και το σημείο επαφής δυο θαλασσών, του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου.Ονομασία. Η Κωνσταντινούπολη πήρε το όνομά της από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο (273 - 335) και η ονομασία αυτή κατακυρώθηκε για αιώνες σ' ολόκληρο τον κόσμο. Συντομογραφικά ονομάστηκε και Πόλη, γεγονός που οφείλεται στο ότι για αιώνες η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε τη μοναδική ίσως διοικητικά συγκροτημένη πολεοδομική ενότητα. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας, η πόλη άλλαξε αρκετές ονομασίες που αποτελούσαν παραφθορά της λέξης Κωνσταντινούπολη (π.χ. Κωνσταντινιέ). Αργότερα πήρε την ονομασία "Πόλη της Ευτυχίας" (Ντερ Σαδέτ) και τους τελευταίους αιώνες Ισταμπούλ. Οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η λέξη Ισταμπούλ αποτελεί παραφθορά της φράσης "εις την Πόλιν". Η επίσημη σημερινή ονομασία της πόλης είναι Ισταμπούλ και καθιερώθηκε το 1926, με απόφαση του τότε προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ. Η σύγχρονη πόλη. Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί ένα τεράστιο πολεοδομικό συγκρότημα, που διαρκώς επεκτείνεται καταλαμβάνοντας τις γύρω περιοχές. α) Η κυρίως πόλη. Εκτείνεται από τη μεριά της δυτικής ακτής του Κεράτιου κόλπου και καταλαμβάνει την τριγωνική χερσόνησο που αποτελούσε την παλιά βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Η κυρίως πόλη είναι το πιο πυκνοκατοικημένο διαμέρισμα της Ισταμπούλ με ανατολίτικη συγκρότηση, πολεοδομία κι αρχιτεκτονική. Είναι ακόμα η περιοχή όπου υψώνονται οι περίφημοι εφτά λόφοι που έδωσαν στην Κωνσταντινούπολη (όπως και στη Ρώμη) την ονομασία "Επτάλοφος".β) Η περιοχή ανατολικά του Κεράτιου κόλπου. Είναι το λεγόμενο "ευρωπαϊκό" τμήμα της πόλης. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε, από τα χρόνια του Βυζάντιου, τόπο κατοικίας και δραστηριότητας των ξένων εμπόρων, των διπλωματών και των πλουσιότερων κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου εγκαταστάθηκε εκεί το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης και δημιουργήθηκαν αρκετές ελληνικές συνοικίες που άκμασαν μέχρι τα μέσα του 20ου αι. Ονομαστότερες απ' αυτές είναι το Πέραν (Μπεΐογλου) κι ο Γαλατάς. Το ευρωπαϊκό τμήμα της πόλης έχει σύγχρονη πολεοδομική συγκρότηση, μεγάλους δρόμους και μοντέρνα κτίρια.γ) Τα προάστια. Είναι τα οικοδομικά συγκροτήματα που βρίσκονται στις δυο ακτές του Βοσπόρου και στις ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά. Από την ασιατική πλευρά του Βοσπόρου σημαντικότερα προάστια είναι το Σκουτάρι, η Χαλκηδόνα και το Κουσγιουντζούκ, ενώ από την ευρωπαϊκή πλευρά το Μπεσίκτας, το Κουρουτσεσμές, το Ταράπιες Μπουγιούκντερε και το Αρναούτκιοϊ. Στην ευρωπαϊκή πλευρά του Μαρμαρά αξιόλογα προάστια είναι το Μπακίρκιοϊ (Μακροχώρι) και το Γεσίλκιοϊ (Άγιος Στέφανος), ενώ στην ασιατική το Γκιόλτεπε, το Φενέρμπαχτσε και το Μποσταντζί.δ) Τα Πριγκιπονήσια. Ομάδα εννιά μικρών νησιών που βρίσκονται στη θάλασσα του Μαρμαρά, σ' απόσταση 18-25 χλμ. νοτιοανατολικά της Πόλης. Αποτελούν το θέρετρο των εύπορων τάξεων της πόλης. Σπουδαιότερα είναι το Μπουγιούκ Αντά (Πριγκιπόνησος), το Μπουργάζ (Αντιγόνη), το Χειμπελί (Χάλκη) και το Κιναλί.Η δυτική και η ανατολική πλευρά της πόλης (που χωρίζονται από τον Κεράτιο κόλπο) συνδέονται με δυο μεγάλες γέφυρες: την Καράκιοϊ (Γέφυρα του Γαλατά) και την Αζακαπού (Ατατούρκ). Το κύριο μέρος του λιμανιού βρίσκεται στο χώρο ανάμεσα στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου και της δεύτερης γέφυρας, ενώ στο βάθος του κόλπου υπάρχουν ναυπηγεία και βιομηχανικά συγκροτήματα.Κλίμα. Είναι εύκρατο. Η πόλη δε γνωρίζει υψηλές θερμοκρασίες ούτε το χειμώνα ούτε το καλοκαίρι. Το χειμώνα φυσούν στην περιοχή ισχυροί βόρειοι άνεμοι. Η καλύτερη περίοδος, από άποψη κλιματολογικών συνθηκών, είναι το διάστημα μεταξύ Μαΐου - Σεπτεμβρίου.Οικονομική ζωή. Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί ένα τεράστιας σημασίας οικονομικό κέντρο για ολόκληρη την Τουρκία. Αυτό οφείλεται κυρίως στην τοποθεσία της πόλης (το σημείο σύνδεσης του Εύξεινου Πόντου με τη Μεσόγειο μέσω της Προποντίδας) και στο ακμαίο της λιμάνι. Υπάρχουν σύγχρονες λιμενικές εγκαταστάσεις και αποθήκες, που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του διαμετακομιστικού εμπορίου, κι ακόμα πλήθος μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων μεταφορών και συντήρησης των εμπορευμάτων. Η βιομηχανική ανάπτυξη της πόλης, μετά την ύφεση που ακολούθησε τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Άγκυρα (1923), βρίσκεται σήμερα σε ανοδικό επίπεδο. Υπάρχουν πολλές μονάδες μέσης παραγωγής που επεξεργάζονται γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και πρώτες ύλες (ελαιουργεία, υφαντουργεία, εργοστάσια καουτσούκ, εργοστάσια γάλακτος κ.λπ.), καθώς και μεγάλος αριθμός από μικρές βιοτεχνίες. Άνθιση επίσης γνωρίζει η αλιεία.Πνευματική ζωή. Η Κωνσταντινούπολη αποτελεί κέντρο πνευματικής κίνησης και ανάπτυξης της επιστήμης και της τέχνης. Λειτουργεί Πανεπιστήμιο με πολλές σχολές και χιλιάδες φοιτητές. Υπάρχουν ακόμα Πολυτεχνείο (στην περιοχή του Γαλατά), Σχολή Καλών Τεχνών, καθώς και πλήθος άλλων ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Είναι περίφημες οι βιβλιοθήκες της πόλης, που περιέχουν χιλιάδες στοιχεία για την ιστορία, την τέχνη και την ανάπτυξη των επιστημών στη χώρα. Τέτοιες είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη του Βαγιαζίτ, η βιβλιοθήκη Εγιούπ, η βιβλιοθήκη του Πανεπιστήμιου της Ισταμπούλ, η βιβλιοθήκη Νουρί- Οσμανιέ, με πλούσιο πολιτιστικό και θρησκευτικό υλικό, η βιβλιοθήκη του Χατζή Σελίμ, η βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου.Ο ελληνισμός της Κωνστανινούπολης. Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε το 330 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο και αποτέλεσε την έδρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το 1453 καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και στα χρόνια που ακολούθησαν το ελληνικό στοιχείο κατέλαβε και πάλι επίκαιρες θέσεις, και η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε το οικονομικό, πνευματικό και θρησκευτικό κέντρο του υπόδουλου ελληνισμού. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε σημαντικά μετά τα γεγονότα του 1955, κατά τη διάρκεια των οποίων οι Έλληνες της πόλης δέχτηκαν επιθέσεις και προκλήθηκαν πολλές υλικές ζημιές σε εκκλησίες, σχολεία, καταστήματα. Το 1994 το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και το Ίδρυμα Μεσογειακών Σπουδών -υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και με την υποστήριξη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος- υπέβαλαν αίτηση για χρηματοδότηση από το Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, προκειμένου να υλοποιηθεί η πρότασή τους για τη συγκέντρωση και διάσωση των στοιχείων που συνδέονται με την ιστορία των 36 ενοριών της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και με την ιστορία του συνόλου του ελληνισμού της περιοχής. Στα στοιχεία αυτά συγκαταλέγονται όλα τα ιδρύματα, μνημεία, οικήματα, ναοί, σύλλογοι και σωματεία, κατάλογοι, σφραγίδες, έγγραφα, προσωπικές μαρτυρίες Ελλήνων που ζουν στην Κωνσταντινούπολη, η προφορική παράδοση και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο σχετικό με την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα των Ελλήνων της περιοχής. Ειδική έρευνα προβλέπεται για τη μελέτη της βυζαντινής μουσικολογίας. Επίσης, σήμερα στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠ.ΕΞ. σχετικά με τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της πόλης, λειτουργούν 12 δημοτικά σχολεία, 4 γυμνάσια-λύκεια και 1 νηπιαγωγείο.Ιστορία. Η Κωνσταντινούπολη ήταν για αιώνες το ιστορικό κέντρο της ανθρωπότητας. Από την εποχή της ίδρυσής της μέχρι το 1923 (δηλαδή για 1.593 χρόνια), αποτελούσε πρωτεύουσα των κατά καιρούς κυρίων της. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε εποχές μεγάλης οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ακμής, αλλά και εποχές παρακμής, μεγάλων φυσικών και πολεμικών καταστροφών και εμφύλιων πολέμων. Η Κωνσταντινούπολη οριοθετεί μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, τη βυζαντινή, κι αποτελεί κέντρο ιδιαίτερων μελετών ειδικού κλάδου της Ιστορίας και της Αρχαιολογίας.α) Προϊστορία - Ίδρυση της πόλης. Η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη έχει εποικιστεί από τους προϊστορικούς χρόνους, αλλά πήρε χαρακτήρα συγκροτημένης πόλης γύρω στο 680 - 670 π.Χ. Ως πρώτοι κάτοικοι αναφέρονται οι Μιλήσιοι. Τον επόμενο αιώνα, η περιοχή του Κεράτιου κόλπου κατοικήθηκε από τους Μεγαρείς, που ονόμασαν την πόλη Βυζάντιο (από το όνομα του μυθικού ήρωα Βύζαντα). Στην περίοδο αυτή, η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο, λόγω της τοποθεσίας της, και στόχος διαρκών επιθέσεων (την κατέλαβαν για ένα διάστημα οι Πέρσες).Την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, το Βυζάντιο πέρασε μια σειρά από κατακτήσεις και καταστροφές και το 335 π.Χ. έγινε ανεξάρτητο. Τα χρόνια του πολέμου Μακεδόνων - Αθηναίων, συμμάχησε με τους τελευταίους, αλλά κατόρθωσε να διατηρήσει την αυτοτέλειά του και μετά την ήττα των συμμάχων του. Στη ρωμαϊκή εποχή, τέλος, το Βυζάντιο σύναψε φιλικές σχέσεις με τους αυτοκράτορες, αλλά το 194 μ.Χ. το κατέλαβαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα του Σεπτίμιου Σεβήρου και το κατέστρεψαν, για να ανοικοδομηθεί και πάλι τους επόμενους χρόνους. β) Ίδρυση της πόλης. Η Κωνσταντινούπολη χτίστηκε από το 324 μέχρι το 336 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο. Τα εγκαίνιά της έγιναν στις 11 Μαΐου του 330. Ο χώρος που καταλάμβανε η νέα πόλη ήταν τετραπλάσιος σε έκταση από την πόλη του παλιού Βυζάντιου και διαρρυθμισμένος (οριοθέτηση - γενική πολεοδομία) από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Η Κωνσταντινούπολη (που τον πρώτο καιρό ονομάστηκε Νέα Ρώμη) ήταν διακοσμημένη με αριστουργήματα που, με εντολή του αυτοκράτορα, είχαν μεταφερθεί εκεί από ολόκληρη την αυτοκρατορία.Τα αίτια της μεταφοράς της πρωτεύουσας πολλά. Ο Κωνσταντίνος, ικανός στρατιωτικός και πολιτικός, είχε διακρίνει ότι η άμυνα της αυτοκρατορίας κατά των ισχυρών ανατολικών εχθρών (Περσών, Γότθων κ.λπ.), θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερα με μια πόλη φυσικά οχυρωμένη, όπως το Βυζάντιο. Είχε ακόμα διακρίνει ότι το Βυζάντιο μπορούσε να μετατραπεί σε ουσιαστικό οικονομικό και πολιτικό κέντρο λόγω της τοποθεσίας του. Έβλεπε, τέλος, ότι η παρακμασμένη Ρώμη δε θα μπορούσε πια ν' αποτελέσει το κέντρο μιας γενικότερης αναγέννησης της αυτοκρατορίας. Οι υπολογισμοί του Κωνσταντίνου δικαιώθηκαν. Η παλιά Ρώμη και γενικότερα το δυτικό ρωμαϊκό κράτος σύντομα εκφυλίστηκε, ενώ η Κωνσταντινούπολη μετατράπηκε σε στρατιωτικό οχυρό της αυτοκρατορίας και σε κέντρο έντονης οικονομικής και πνευματικής ζωής.γ) Βυζαντινοί χρόνοι (330 - 1453).1) Ρωμαϊκή περίοδος (324 - 457). Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τα έργα του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361 - 363), που εκτός από τις νίκες κατά των εξωτερικών εχθρών, κόσμησε την πόλη με κλασικά ελληνικά έργα και προστάτεψε τις τέχνες και τα γράμματα. Επίσης, χαρακτηρίζεται από τα έργα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (379 - 395), που προσέδωσε στην πόλη θρησκευτικό χριστιανικό χαρακτήρα (καταστρέφοντας και αρκετά αρχαία αριστουργήματα). Στα χρόνια του η αυτοκρατορία αντιμετώπισε νικηφόρα πολλούς εχθρούς. 2) Δυναστεία του Λέοντα (457 - 518). Η εποχή σημαδεύεται από μεγάλες εξωτερικές περιπέτειες (ήττα από τους Βανδάλους) και από τη διάλυση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας (476). Στην περίοδο του αυτοκράτορα Βασιλίσκου (475 - 477), χτίστηκε ο περίφημος πύργος του Γαλατά, ενώ στην περίοδο του Αναστασίου του Α΄(491 - 518) κατασκευάστηκε νέο ανατολικό τείχος.3) Δυναστεία του Ιουστινιανού (518-610). Θεωρείται από τις λαμπρότερες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στα χρόνια του Ιουστινιανού (527 - 565), η αυτοκρατορία γνώρισε μεγάλες νίκες και η πόλη πνευματική άνθιση και οικοδομικό οργασμό. Η νομική επιστήμη (βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο) απέκτησε την τελική της συγκρότηση με το Cοrρus Juris Ciνilis, που αποτέλεσε μέχρι το 1938 το ισχύον Αστικό Δίκαιο. Το 532 άρχισε η οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας που τελείωσε το 537. Ο ναός αυτός έγινε το σύμβολο της χριστιανικής Κωνσταντινούπολης. Κατασκευάστηκαν επίσης και άλλα έργα (ναοί, υδραγωγεία, σχολεία κ.λπ.). Στα χρόνια της δυναστείας του Ιουστινιανού, η αυτοκρατορία κατανίκησε πολλούς εχθρούς (Βανδάλους, Οστρογότθους, Βησιγότθους, Πέρσες κ.λπ.).4) Δυναστεία του Ηράκλειου (610 - 717). Στα χρόνια του Ηράκλειου (610 - 641), η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε πολλούς εξωτερικούς εχθρούς (616 Πέρσες, 626 Πέρσες και Αβάρους) από τους οποίους κινδύνεψε σοβαρά. Ο Ηράκλειος θεωρείται από τους ιστορικούς ως θεμελιωτής του εξελληνισμού της αυτοκρατορίας και ως διοικητικός διοργανωτής της (κατάργησε το διοικητικό σύστημα του Μ. Κωνσταντίνου). Στα χρόνια των διαδόχων του, η Κωνσταντινούπολη απέκτησε την καθαρά βυζαντινή μορφή της, η ελληνική γλώσσα έγινε επίσημη και η χριστιανική θρησκεία κυριάρχησε παντού. Την ίδια εποχή εγκαταστάθηκαν οι Βούλγαροι στη χερσόνησο του Αίμου και εμφανίστηκε ο μωαμεθανικός κίνδυνος στο πρόσωπο των Αράβων.5) Δυναστεία των Ισαύρων (717 - 867). Την εποχή αυτή η πόλη συγκλονίστηκε από εμφύλιες διαμάχες θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα (εικονομαχία), που τελείωσαν με ήττα των μεταρρυθμιστών. Ακόμα, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε νικηφόρα τους Άραβες και τους Ρώσους και προχώρησε σε διοικητικές μεταρρυθμίσεις.6) Δυναστεία των Μακεδόνων (867-1081). Θεωρείται η "χρυσή εποχή" της βυζαντινής περιόδου, αν και υποστηρίζεται η άποψη ότι στα χρόνια αυτά η αυθαιρεσία και ο δεσποτισμός καταπίεσαν υπερβολικά την πνευματική ανάπτυξη της πόλης. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από υπέρμετρη στρατικοποίηση της δημόσιας ζωής και διαρκείς πολέμους εναντίον των εχθρών της αυτοκρατορίας (εκστρατείες Νικηφόρου Φωκά, Τσιμισκή κ.λπ.). Πνευματική άνθιση γνώρισε η πόλη στα χρόνια του Λέοντα του Σοφού (886-916), οπότε συντελέστηκε τεράστιο νομοθετικό και πολιτιστικό έργο. Η περίοδος, επίσης χαρακτηρίζεται και από το Βασίλειο Β΄ το Βουλγαροκτόνο (976 - 1025), που με τις στρατιωτικές του νίκες κατά των Βουλγάρων, Αράβων, Σαρακηνών κ.λπ., βοήθησε στην εξάπλωση του χριστιανισμού.7) Δυναστεία των Κομνηνών (1081 - 1185). Εποχή εσωτερικής κάμψης και εξωτερικών καταστροφών. Η αυτοκρατορία χάνει σημαντικές περιοχές.8) Δυναστεία των Αγγέλων (1185 - 1204). Η πόλη και η αυτοκρατορία διοικούνταν από μια σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων. Η πόλη στα χρόνια τους υπέκυψε στους σταυροφόρους (πρώτη άλωση 1204) και έπαθε φοβερές καταστροφές και λεηλασίες.9) Η φραγκική Κωνσταντινούπολη. Οι Λατίνοι κυριάρχησαν στην Κωνσταντινούπολη για 57 χρόνια. Στα χρόνια αυτά έγιναν σοβαρές πολεοδομικές αναδιαρθρώσεις (χτίστηκαν πολλά νέα οχυρωματικά έργα) και επιχειρήθηκε, χωρίς επιτυχία, προσπάθεια εκλατινισμού των κατοίκων. Οι Λατίνοι αυτοκράτορες έκαναν πολλούς πολέμους εναντίον των Βουλγάρων και φρόντισαν για τη διανομή των κτήσεων της αυτοκρατορίας μεταξύ των Λατίνων βασιλιάδων. Στα χρόνια τους, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε μέρες παρακμής και έντονων κοινωνικών αναστατώσεων.10) Οι Παλαιολόγοι (1260 - 1453). Η ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την άλωση, χαρακτηρίζονται ως τελευταία περίοδος ακμής της Κωνσταντινούπολης από πνευματική άποψη. Η διοικητική και στρατιωτική κατάσταση ήταν όμως άθλια. Τα νέα οχυρωματικά έργα στον Κεράτιο δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τις ατέλειωτες ορδές των Τούρκων, που μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές, βρέθηκαν μπροστά στην πόλη τον Απρίλιο του 1453 με 300.000 στρατό.11) Η άλωση. Η πολιορκία και η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους εξιστορείται από πολλές πηγές, ελληνικές, λατινικές, σλαβικές και τουρκικές. Κυριότερες είναι: α) Το Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή. Ο Φραντζής πήρε μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Είχε διακριθεί σε διπλωματικά αξιώματα. β) Η Βυζαντινή Ιστορία του Μιχαήλ Δούκα. Ο Δούκας ήταν σύγχρονος ιστορικός από τη Μ. Ασία και υποστήριξε την ένωση των Εκκλησιών. γ) Τμήματα από το ιστορικό έργο του Κριτόβουλου, που περιλαμβάνονται στην έκδοση του Μίλερ Fragment histοricum Graecοrum. Ο Κριτόβουλος προσχώρησε στους Τούρκους και αφιέρωσε το έργο του στο Μωάμεθ Β΄. δ) Αποδείξεις Ιστοριών Δέκα του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, σύγχρονου επίσης ιστορικού. Το θέμα του όμως είναι ευρύτερο, και αφορά στην ανάπτυξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. ε) Η έκκληση Προς όλους τους πιστούς του Χριστού (Αt uniνersοs Christifideles de exρugnatiοne Cοnstantinοροlis) του καρδινάλιου Ισίδωρου, ο οποίος γλίτωσε την τουρκική αιχμαλωσία. στ) Η Επιστολή για την αιχμαλωσία της Κωνσταντινούπολης του αρχιεπίσκοπου της Χίου Λεονάρδου προς τον πάπα. ζ) Το Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης (Giοrnale dell' assediο di Cοοnstantinοροli) του Ενετού Ευγενή Νικολό Μπαρμπάρο, που περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια την πολιορκία. η) Σλαβικά και τουρκικά χειρόγραφα. Στην αρχαία ρωσική γλώσσα σώζεται ο Θρύλος της Κωνσταντινούπολης του Νέστορ Ισκαντέρ, που πολέμησε με τους Τούρκους. Οι πληροφορίες που παίρνουμε από τις πηγές είναι σε πολλά σημεία αντιφατικές. Αυτό οφείλεται στην παρεμβολή θρύλων και παραδόσεων, καθώς και στις προσωπικές εκτιμήσεις των συγγραφέων. Ο μεγάλος αριθμός των πηγών δείχνει τον τεράστιο αντίκτυπο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης στην Ανατολή και στη Δύση.Ο Μωάμεθ Β΄, αμέσως μόλις ανέβηκε στο θρόνο, στα είκοσι του χρόνια, άρχισε την προετοιμασία για την κατάληψη της Πόλης. Όπως γράφει ο Δούκας, "νύχτα και μέρα, πηγαίνοντας να κοιμηθεί ή ξυπνώντας, μέσα στο παλάτι κι έξω απ αυτό, σκεφτόταν τη στρατιωτική δράση και τα μέσα με τα οποία θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη". Ο Μωάμεθ έχτισε στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου ένα ισχυρά φρούριο με πύργους και κανόνια, που σώζεται ακόμα (Ρούμελι Χισάρ). Έτσι, έκοψε κάθε επικοινωνία της πρωτεύουσας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, απ' όπου εφοδιαζόταν με σιτηρά, και έλεγχε τη διακίνηση των πλοίων στο Βόσπορο. Ο Μπαρμπάρο στο Ημερολόγιό του γράφει: "το οχύρωμα αυτό είναι εξαιρετικά ισχυρό από τη θάλασσα και γι αυτό είναι τελείως αδύνατη η κατάληψή του". Απέναντι, στις ασιατικές ακτές, βρίσκονταν οι οχυρώσεις που έχτισε ο Βαγιαζίτ στο τέλος του 14ου αι. (Ανατολί Χισάρ). Οι προετοιμασίες του Μωάμεθ σκόρπισαν την απελπισία στον πληθυσμό της Θράκης και της Κωνσταντινούπολης, που πίστεψαν ότι "τώρα έφτασε το τέλος της Πόλης" (Δούκα, Ιστορία). Οι υπερασπιστές της Πόλης έφταναν τις 6.000. Ο αυτοκράτορας μάταια είχε ζητήσει τη βοήθεια της Δύσης. Μόνο μερικοί Ενετοί και Γενουάτες βοήθησαν στην υπεράσπιση της πρωτεύουσας, με σημαντικότερη μορφή το Γενουάτη στρατιωτικό Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι, που ήρθε με δυο μεγάλα πλοία και 700 πολεμιστές. Οι προσπάθειες για την ένωση των Εκκλησιών είχαν δημιουργήσει όξυνση της διαμάχης ενωτικών και ανθενωτικών. Ανθενωτικοί καλόγεροι, με επικεφαλής το Γεννάδιο, διέδιδαν πως η Πόλη θα πέσει στα χέρια των Τούρκων εξαιτίας των ενωτικών, που έκαναν "μιασμένη" λειτουργία στην Αγία Σοφία με αντιπρόσωπο του πάπα. Ο λαός έλεγε "την Λατίνων ούτε βοήθειαν, ούτε την Ένωσιν χρείζομεν. Απέπτω αφ' ημών ή των αζύμιτων λατρεία" (Δούκα, Ιστορία). Στους ενωτικούς, που έλεγαν "κείθε εδόθη η πόλις εν χερσί των Λατίνων των ονομαζόντων τον Χριστόν και την Θεοτόκον, και μη απορριφθώμεν εν ταις των ασεβών παλάμαις", οι ανθενωτικοί απαντούσαν "κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτραν λατινικήν".Στην αρχή Απριλίου του 1453 άρχισε η πολιορκία. Οι Τούρκοι δε διέθεταν μονάχα πολυάριθμο στρατό, αλλά και οργανωμένο πυροβολικά, με τεράστια κανόνια που εκτόξευαν σε μεγάλη απόσταση πέτρινα βλήματα. Ο Κριτόβουλος γράφει ότι "οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που έφτιαξαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχτηκαν άχρηστοι, μια και τα κανόνια τους έδωσαν τη λύση του προβλήματος". Στις 20 Απριλίου συνέβη το μόνο ευχάριστο γεγονός για τους Βυζαντινούς, όταν τέσσερα πλοία Γενουατών, που είχαν έρθει για ενίσχυση, νίκησαν τον τουρκικό στόλο. Στις 22 Απριλίου η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε μπροστά σε τρομερό θέαμα: την προηγούμενη νύχτα τα τουρκικά πλοία μεταφέρθηκαν από το Βόσπορο στον Κεράτιο κόλπο, από τη στεριά, κι έτσι η πολιορκία έγινε στενότερη. Στις 12 Μαΐου έγινε μεγάλη έφοδος των Τούρκων, που αποκρούστηκε με δυσκολία. Ο συνεχής βομβαρδισμός είχε ανοίξει πολλές ρωγμές στα τείχη. Γράφει ο Δούκας: "Ο βασιλεύς δε ιδών τα τείχη πεσόντα... απεγνώσκει, απήλπισεν και στείλας πρέσβεις εδέετο του τυράννου ίνα όσον βούλεται τέλος (φόρο) κατ' έτος και υπέρ την δύναμιν, και άλλα ζητήματα, μόνο αναχωρήσαι των εκεί δούναι και ειρήνην ασπάσασθαι". Στις προτάσεις του αυτοκράτορα για συνθηκολόγηση ο Μωάμεθ απάντησε: "Ουκ έστι δυνατόν αναχωρήσαι με. Ή την Πόλιν λαμβάνω ή Πόλις λαμβάνει με ή ζώντα ή τεθνεώτα. Ει μεν βούλει του αναχωρήσαι ταύτης μετ' ειρήνης, δίδωσί σοι την Πελοπόννησον, και αυτοίς τοις σοι αδελφοίς δώσω ετέρας επαρχίας και εσόμεθα φίλοι". Ο Κωνσταντίνος δε δέχτηκε να εγκαταλείψει την Πόλη. Η μεγάλη επίθεση των Τούρκων ορίστηκε για τις 29 Μαΐου. Ο Κριτόβουλος αναφέρει την ομιλία του σουλτάνου προς το στρατό του: "υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχημένο πόλεμο, η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες". Την παραμονή της 29ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μίλησε στο λαό της πόλης, προτρέποντάς τον σε μια τελευταία γενναία προσπάθεια. Η ομιλία του, που διέσωσε ο Φραντζής, τελείωνε έτσι: "Εάν ειλικρινά υπακούσετε σε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία του, που κρέμεται πάνω μας". Το βράδυ της 28ης Μαΐου έγινε λειτουργία στην Αγία Σοφία. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα που περιγράφει ο Πιρς στο έργο του Η καταστροφή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η ιστορία της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, και η οποία είναι βασισμένη στις πηγές: "Η μεγάλη ακολουθία εκείνης της βραδιάς ήταν η τελευταία χριστιανική ακολουθία που έγινε στην Αγία Σοφία... Ο πατριάρχης και ο καρδινάλιος, το πλήθος των ιερέων που εκπροσωπούσαν τόσο την Ανατολική όσο και τη Δυτική Εκκλησία, ο αυτοκράτορας και οι ευγενείς - τα τελευταία υπολείμματα της άλλοτε μεγαλόπρεπης αριστοκρατίας του Βυζαντίου - ιερείς και στρατιώτες, όλοι μαζί, βρίσκονταν εκεί ανακατεμένοι... Ο αυτοκράτορας και η ακολουθία του μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων και αποχαιρέτησαν τον πατριάρχη. Η ιερή ακολουθία ήταν στην πραγματικότητα μια επιθανάτια λειτουργία. Η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε την αγωνία και έπρεπε η σχετική με το πνεύμα της, που έσβηνε, ακολουθία να γίνει δημόσια, στην πιο ωραία της εκκλησία και μπροστά στον τελευταίο γενναίο της αυτοκράτορα". Ο Φραντζής γράφει: "Ποιος μπορεί να διηγηθεί τα δάκρυα και τους θρήνους! Κι ένας ξύλινος ή πέτρινος άνθρωπος, ακόμα, θα έκλαιγε".Η επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου. Οι Τούρκοι έριξαν τις μεγαλύτερες δυνάμεις τους στα τείχη που ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο Τζιουστινιάνι, βαριά τραυματισμένος, εγκατέλειψε τη μάχη και μεταφέρθηκε με ένα πλοίο στη Χίο, όπου πέθανε. Στον τάφο του υπήρχε η επιγραφή: "Αυτός είναι ο τάφος του περίφημου Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι του οποίου ο τραυματισμός έφερε την άμεση άλωση της Κωνσταντινούπολης". Ο Δούκας αναφέρει ότι, πάνω στην αντάρα της μάχης, βρέθηκε ανοιχτή μια πόρτα στο βόρειο μέρος του κάστρου, η Κερκόπορτα. Από κει μπήκαν οι Τούρκοι και χτυπούσαν τους Βυζαντινούς από τα μέσα. Ο Φραντζής μιλάει για τούρκικες σημαίες που κυμάτιζαν στη μεριά της πόρτας της Αδριανούπολης. Ο αυτοκράτορας σκοτώθηκε στη μάχη. Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη και άρχισε η λεηλασία. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε καταφύγει στην Αγία Σοφία. Ο Δούκας γράφει πως οι Τούρκοι έσπασαν με τσεκούρια τις πόρτες της εκκλησίας και έσφαξαν όλους όσους βρήκαν μέσα. Και ο Φραντζής μιλάει για σφαγή. Άλλες πηγές μιλάνε για άγρια λεηλασία που κράτησε τρεις μέρες. Σύμφωνα με το Δούκα, πολλά ιερά βιβλία φορτώθηκαν σε αμάξια και μεταφέρθηκαν σε διάφορες χώρες, ενώ τα πολύτιμα καλύμματα των Ευαγγελίων καταστράφηκαν και οι εικόνες κάηκαν. Ο Δούκας, όπως άλλοτε ο Νικήτας Ακομινάτος για την λεηλασία της πόλης από τους Φράγκους το 1204, έγραψε θρήνο: "Ω πόλις, πόλις, πόλεων πασών κεφαλή! ω πόλις, πόλις κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών! ω πόλις, πόλις, Χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός! ω πόλις, πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς! που σου το κάλλος παράδεισε; πού σου η των χαρίτων του πνεύματος ευεργετική ρώσις ψυχής τε και σώματος;...".Η πτώση της Κωνσταντινούπολης είχε μεγάλο αντίκτυπο στη Δυτική Ευρώπη. Διασώζονται πολλές επιστολές ευγενών και ιερέων που κάνουν έκκληση για σταυροφορία κατά του Ισλάμ, και όπου η άλωση της Πόλης θεωρείται καταστροφή του κέντρου του πολιτισμού. Ο Ένεα Σίλβιο Πικολάμινι, ο μελλοντικός πάπας Πίος ο Β΄, χαρακτήρισε την άλωση ως "δεύτερο θάνατο του Ομήρου και του Πλάτωνα", ενώ ο Φρειδερίκος Γ΄, σε επιστολή του προς τον πάπα Νικόλαο Ε΄, ονομάζει την Κωνσταντινούπολη "πραγματική κατοικία της φιλολογίας και των σπουδών όλης της ανθρωπότητας".δ) Η Τουρκοκρατία. Στα χρόνια αυτά η Κωνσταντινούπολη άλλαξε ραγδαία πληθυσμιακή συγκρότηση. Στην πόλη κατοίκησαν χιλιάδες Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, Σλάβοι και Έλληνες από την κεντρική Ελλάδα. Το 1477 η Πόλη είχε 70.000 κατοίκους (40.000 πριν την Άλωση). Τότε δημιουργήθηκε και η συνοικία του Φαναριού από Πελοποννήσιους αποίκους (που πολλοί διατέλεσαν αργότερα έμπιστοι σύμβουλοι και υπουργοί των σουλτάνων). Το 16ο αι. η πόλη είχε φτάσει το μισό εκατομμύριο κατοίκους και το ελληνικά στοιχείο είχε και πάλι καταλάβει επίκαιρες θέσεις. Σ' όλη την περίοδο μέχρι το 19ο αι., η Κωνσταντινούπολη στάθηκε οικονομικό κέντρο και πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, καθώς και θρησκευτικό κέντρο του ελληνισμού.Η εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου, οδήγησε στη νεοτουρκική επανάσταση του 1909. Η επανάσταση αυτή δημιούργησε νέες πληθυσμιακές μεταβολές στη Κωνσταντινούπολη, γιατί ένας μεγάλος αριθμός ξένων (ιδιαίτερα Ελλήνων) την εγκατέλειψαν. Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1921 - 1922) και την ήττα της Ελλάδας, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε πως η πρωτεύουσα του κράτους θα ήταν καλύτερα να βρίσκεται στην κεντρική Τουρκία και για λόγους ασφάλειας και για λόγους ανάπτυξης της περιοχής αυτής. Έτσι, το 1923 πρωτεύουσα έγινε η Αγκυρα, ενώ το 1926 η Πόλη ονομάστηκε επίσημα Ισταμπούλ.Αξιοθέατα: - ο ναός της Αγίας Σοφίας (532-537 μ.Χ.), το πιο αξιόλογο βυζαντινό οικοδόμημα. Χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με αρχιτέκτονες τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο και είναι ρυθμού βασιλικής με τρούλο. Μετά την άλωση του 1453 έγινε τζαμί και από το 1935 λειτουργεί ως μουσείο. Στην αρχιτεκτονική της κατασκευή εντυπωσιάζει ο τρόπος μετάβασης από το τετράγωνο του κτίσματος στον κύκλο του τρούλου, ο οποίος βασίζεται σε τέσσερα στηρίγματα (πεσσούς). Στο εσωτερικό της, όπου χρησιμοποιήθηκαν πολύχρωμα μάρμαρα και χρυσός, ξεχωρίζουν το κιονόκρανα, οι θόλοι, τα τόξα και τα περίφημα ψηφιδωτά (9ος - 13ος αι.), με αρχαιότερο το ψηφιδωτό της ένθρονης Παναγίας με το Χριστό (β΄ μισό του 9ου αι.). Στις εργασίες αποκατάστασης της Αγίας Σοφίας, που έχουν πάρει από το 1993 συστηματική μορφή, συμμετείχε και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.- το ανακτορικό συγκρότημα Τοπκαπί, που άρχισε να χτίζεται λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και αποτέλεσε την επίσημη έδρα του σουλτάνου ως τον 19ο αι. Συγκροτείται από πολλά οικοδομήματα, κήπους και περίπτερα, όπου διασώζονται ιστορικά κειμήλια. Ανάμεσα στα οικοδομήματά του ξεχωρίζουν το πηγάδι του Αχμέτ ΙΙΙ (1728) με τις μαρμάρινες διακοσμήσεις και τους πέντε τρούλους, το θησαυροφυλάκιο, που αποτελείται από τέσσερις αίθουσες και στεγάζει θησαυρούς των οθωμανών σουλτάνων, η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, μια από τις πιο παλιές εκκλησίες της πόλης, την οποία οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν ως οπλοστάσιο. Στο Τοπκαπί λειτουργεί ένα μουσείο, με την ονομασία "Παλάτι Τοπκαπί"·- τα ιστορικά τζαμιά της πόλης, όπως το Σουλτάν Αχμέτ (1609-1616) που ονομάζεται και "Μπλε Τζαμί", το Μπεγιαζίτ (1501-1506), το Σουλεϊμανιέ (1550-1557), που κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Σινάν και είναι ένα από τα πιο ονομαστά ισλαμικά ιερά μνημεία, το καινούριο τζαμί (1597-1663), το τζαμί του πρίγκιπα (1544-1548) που είναι έργο επίσης του Σινάν, καθώς και το Μιχριμάχ (1550), χτισμένο στη θέση της βυζαντινής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου·- το Φανάρι, συνοικία της Κων/πολης στη νότια πλευρά του Κεράτιου κόλπου. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς η συνοικία παραχωρήθηκε στους Έλληνες, και το 1603 εγκαταστάθηκε στην περιοχή αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Φανάρι στα τέλη του 17ου αι. εξελίχθηκε σε πολιτισμικό και θρησκευτικό κέντρο του ελληνισμού. Εκεί βρίσκονται η Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ιωακείμιο Παρθεναγωγείο και το Μαράσλειο Δημοτικό Σχολείο. Τον Δεκέμβριο του 1989 έγιναν τα εγκαίνια του νέου κτιρίου του Πατριαρχείου, το οποίο ανεγέρθη στη θέση του παλιού, που καταστράφηκε από φωτιά το 1941·- Το Σκεπαστό Παζάρι, έκτασης 200.000 τ.μ., στα πολλά σοκάκια του οποίου στεγάζονται εμπορικά καταστήματα. Αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα της πόλης·- τα τείχη της πόλης, που κατασκευάστηκαν την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (408-450) και στη συνέχεια επεκτάθηκαν από άλλους βυζαντινούς αυτοκράτορες, καθώς και από Φράγκους και Οθωμανούς. Σήμερα σώζονται μεγάλα τμήματα του τείχους, το οποίο ήταν διπλό με αρκετές πύλες (Κερκόπορτα, Χρυσή πύλη, πύλη του Ρωμανού κ.ά.), και το οχυρό επταπύργιο που αργότερα ονομάστηκε από τους Οθωμανούς Γεντικουλέ. Τα τελευταία χρόνια γίνονται έργα για την αναπαλαίωση των τειχών στη μορφή που είχαν τον 5ο αι.·- το Αρχαιολογικό Μουσείο ή Μουσείο αντικών, που στεγάζει σαρκοφάγους, αρχαία γλυπτά, κεραμικά, νομίσματα και έργα πλαστικής από το Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή·- το Μουσείο Ανατολίτικων Αρχαιοτήτων, που περιλαμβάνει ευρήματα από ανασκαφές σε ολόκληρη την Άπω Ανατολή (Sumer, Βαβυλωνία, Αssur, Νunine, Lagash) και σε περιοχές της αυτοκρατορίας των Εθιτών, καθώς και ευρήματα της προϊσλαμικής εποχής·- το Μουσείο Τουρκικής και Ισλαμικής Τέχνης, που περιέχει ταφόπετρες, πλάκες με επιγραφές, κιονόκρανα, σαρκοφάγους, κεραμικά, κοράνια, δοχεία καπνίσματος, συλλογή σελτζουκικών και οθωμανικών χαλιών κ.ά.Κοντινές εκδρομές: η Κωνσταντινούπολη αποτελεί έδρα για εξορμήσεις σε κοντινά μέρη, όπως στο δάσος του Βελιγραδίου, όπου διασώζονται υδραγωγεία και δεξαμενές, στις παραλίες στη θάλασσα του Μαρμαρά (παραλία της Flοrya) και στη Μαύρη Θάλασσα (στο Κilyοs και στο Side), στα Πριγκηπονήσια, εννιά νησάκια (πέντε μικρά ακατοίκητα και τέσσερα μεγαλύτερα) στη θάλασσα του Μαρμαρά, στην πόλη Υalονa όπου υπάρχουν θερμά λουτρά, στη Βursa, μια βιομηχανική πόλη όπου υπάρχει το "Πράσινο Τζαμί", διακοσμημένο με φαγιάντζες, και το "Πράσινο Μαυσωλείο" όπου βρίσκονται και οι σαρκοφάγοι του Μεχμέτ Ι και των συγγενών του. Επίσης, μπορεί κανείς να επισκεφτεί την πόλη Εντίρνε (πρώην Αδριανούπολη), η οποία ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό (117-138 μ.Χ.). Εκεί βρίσκεται ένα από τα πιο αξιόλογα μνημεία της ισλαμικής τέχνης, το Τζαμί Σελίμ, έργο τέχνης του Σινάν.

Το όνομα Ελλάς.
Γραικός

Η Ελλάδα πήρε το όνομά της από τον Έλληνα ,γιο του Δευκαλίωνα ή του Δία ή του Προμηθέα και της Πύρρας.
Για πρώτη φορά το όνομα Ελλάς το αναφέρει ο Όμηρος.
Aπό τον 8ο αιώνα π.Χ., οι λέξεις «Ελλάς» και «Έλληνες» παίρνουν ευρύτερη σημασία.
Την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου (τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.) ελληνικός, χαρακτηρίζεται oλόκληρος ο γεωγραφικός χώρος της σύγχρονης ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας και ακόμα της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας (Μεγάλη Ελλάς).

Η ιστορία διαιρείται σε πέντε περιόδους.
Την αρχαία (έως το 146 π. Χ.)
Τη Ρωμαιοκρατία (145 π.Χ. έως 527 μ.Χ.)
Tη Βυζαντινή (527μ.Χ. έως 1453).
Την τουρκοκρατία (1453-1821)
Τη νεότερη (1821-έως σήμερα)
Η πατρίδα μας, η Ελλάδα, που είναι κράτος της Ευρώπης, στην περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου, έχει έκταση 132.562 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό περίπου έντεκα εκατομμύρια.
Το όνομα «Ελλάς» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Όμηρο, ο οποίος το χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει ένα μικρό τμήμα της Φθιώτιδας, στη νότια Θεσσαλία, όπου κατοικούσαν οι Έλληνες .
Στο Μεσαίωνα «Ελλάς» ονομαζόταν ένα από τα θέματα (διοικητικές περιφέρειες) του Βυζαντινού Κράτους που περιλάμβανε την Αττικοβοιωτία, Εύβοια, Λοκρίδα, Κυκλάδες και τη Θεσσαλία ως τον Πηνειό ποταμό. Οι Έλληνες όμως στην περίοδο αυτή ονομάζονταν Ρωμιοί (Ρωμαίοι, επειδή το μεσαιωνικό Βυζαντινό κράτος το θεωρούσαν συνέχεια της
αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας),ενώ Έλληνες χαρακτηρίζονταν από τους Βυζαντινούς γενικά οι ειδωλολάτρες οπαδοί της αρχαίας θρησκείας, σε αντιδιαστολή προς τους χριστιανούς.
Αναβίωση του ονόματος, σαν γεωγραφικού όρου, που περιλάμβανε όλες τις περιοχές που αποτελούν τον σημερινό ελληνικό χώρο, γίνεται στους χρόνους μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, το νέο κράτος παίρνει επίσημα το όνομα Ελλάς.
23 Μαρτίου 1826
Ο Άγγλος δούκας Ουέλλινκτον και ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Νέσσελροντ υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, με το οποίο αναγνωρίστηκε το δικαίωμα για πολιτική ανεξαρτησία στους Έλληνες και προέβλεπε την ίδρυση αυτόνομου κράτους, με το όνομα Ελλάς.

Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί οι Έλληνες στη λατινική γραμματεία (Graeci στους ποιητές και Grai) και έτσι τους ονομάζουν ως τώρα όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί (Greco, Grec, Greek, Grieche κλπ.). Όπως και το όνομα Έλλην, έτσι κι αυτό προέρχεται από την πρώτη κοιτίδα των Ελλήνων στην Ήπειρο, την Ελ­λοπία, κοντά στη Δωδώνη. Για πρώτη φορά αναφέρει τον όρο Γραικοί ό Αριστοτέλης: προσ­παθώντας να προσδιορίσει που έγινε ο κατα­κλυσμός του Δευκαλίωνος βρίσκει πως πρέπει νά έγινε «περί την Ελλάδα την Αρχαίαν. Αύτη δ' εστίν ή περί Δωδώνην και τον Αχελώον ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν, φκούν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί». Αργότερα (2°ζ π.Χ. αι.) ό Απολλόδωρος λέγει «αυτός (΄Ελλην) μεν ουν απ' αυτού τους καλου­μένους Γραικούς προσηγόρευσεν ΄Ελληνας». Το ίδιο βεβαιώνει και το Πάριο Χρονικό: και «΄Ελληνες ωνομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι».
Πρόκειται λοιπόν κυρίως για μια στενή περι­οχή κοντά στη Δωδώνη, που οι κάτοικοί της Σελλοί (=Ελλοί > Έλληνες) γνωστοί ως υποφήτες (=ιερείς του μαντείου) του Δωδωναίου Διός ελέγοντο και Γραικοί. Παραμένει όμως δυσερμήνευτο πως το όνομα ενός μικρού λαού μιας περιοχής της Ηπείρου το παρέλαβαν οι Λατίνοι και το έκαμαν εθνολογικό όλων των Ελ­λήνων και της Ελλάδος. ΄Αλλη άποψη, που διευ­κολύνει σ' αυτήν τη λύση περισσότερο, είναι ότι το Grai καi Graeci - Γραικοί προήλθε «από μικράς τίνος ομάδος Ελλήνων Γραίων και Γραι­κών καλουμένων, οίτινες από της έν Βοιωτία Τανάγρας απώκησαν πάλαι είς τήν Ίταλίαν (ένν. την Κύμην) και εγνωρίσθησαν πρώτοι εκ των Ελλήνων εις τους Ιταλούς» (Γ. Χατζιδάκη, Ελλάς και ΄Ελληνες κλπ., Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος 1925, σ. 97 κ.έξ.).
Οπωσδήποτε ό όρος «Γραικοί» μόνο στους βυζαντινούς χρόνους γενικεύθηκε εν μέρει, δί­χως όμως να εκτοπίσει το όνομα «Ρωμαίοι» που επικράτησε και εκάλυψε εντελώς το «Έλληνες». Φαίνεται ότι, επειδή το «Ρωμαίοι» εκάλυπτε το σύνολο των υπηκόων του Βυζαντίου, με το «Γραι­κοί» ξεχώριζαν ειδικότερα οι καθαυτό ΄Ελληνες, ο Προκόπιος το μεταχειρίζεται συχνά έτσι. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών (αρχές 10ου αι.) πήρε τον τίτλο «τσάρος των Βουλγάρων και των Γραικών». Μετά το Σχίσμα (1054 μ.Χ.) γίνεται συχνή χρήση του όρου Γραικός = Ορθόδοξος, σε αντίθεση με τον όρο Λατίνος = Καθολικός. Στους χρόνους της τουρκοκρατίας πολλοί λόγιοι, όπως π.χ. ό Κο­ραής, χρησιμοποιούν τον όρο Γραικοί. Φαίνεται ότι από τη δογματική διάκριση προς τους κα­θολικούς, ο όρος προσέλαβε με τον καιρό εθνο­λογικό περιεχόμενο. Από το 1821 επικράτησε το όνομα Έλληνες κι εγκατελείφθει τελείως το Γραικοί.
Προφητείες του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού

Από το βιβλίο "Κοσμάς ο Αιτωλός" του Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγ. Καντιώτη, εκδ. Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητας "Ο Σταυρός"

1. "Αυτό μιά μέρα θά γίνη Ρωμαίικο καί καλότυχος όποιος ζήση σέ κείνο τό βασίλειο."
(Συνήθιζε νά λέγη εις διάφορα μέρη τής υποδούλου Ελλάδος, τά οποία μετά ταύτα απηλευθερώθησαν)
2. "Ω ευλογημένο βουνό, πόσες ψυχές γυναικόπαιδα θά σώσης όταν έλθουν τά χαλεπά χρόνια ! "
(Είπε τήν προφητείαν αυτήν εν Σιατίστη καί αλλαχού αντικρύζων τά βουνά, τά οποία κατά τούς χρόνους τής Ελληνικής Επαναστάσεως έγιναν κρησφύγετα τών γυναικοπαίδων).
3. "Καλότυχοι σείς, οι οποίοι ευρέθητε εδώ πάνω εις τά ψηλά βουνά, διότι αυτά θά σάς φυλάξουν από πολλά δεινά. Θά ακούτε καί δέν θά βλέπετε τόν κίνδυνο. Τρείς ώρες ή τρείς μέρες θά υποφέρετε."
(Ελέχθη είς τήν περιφέρειαν Σιατίστης)
4. "Τό ποθούμενο θά γίνη στήν τρίτη γενεά. Θά τό ιδούν τά εγγόνια σας. "
(Ελέχθη εν Χειμάρρα - Η σπουδαιοτάτη αύτη προφητεία τού Αγίου, η οποία έτρεφε τήν γλυκυτέραν ελπίδα τού υποδούλου Γένους, έλαβε καταπληκτικήν επαλήθευσιν. Διότι οι χρόνοι τής απελευθερώσεως τού Έθνους είναι πράγματι η τρίτη γενεά από τών χρόνων πού προεφήτευσεν αυτήν ό 'Aγιος, καθόσον, ώς γνωστόν, εκάστη γενεά υπολογίζεται εις 25 έτη)
5. "Θάρθη καιρός νά σάς πάρουν οι εχθροί σας καί τή στάχτη από τή φωτιά, αλλά σείς νά μήν αλλάξετε τήν πίστη σας, όπως θά κάμνουν οί άλλοι. "
(Ελέχθη εν Σιατίστη)
6. Σάς λυπάμαι γιά τήν περηφάνεια, οπού έχετε. Τό ποδάρι μου εδώ δέν θά ξαναπατήση. Καί εάν δέν αφήσετε αυτά τά πράγματα πού κάνετε, τήν αυθαιρεσία καί ληστεία, θά καταστραφήτε. Σέ κείνο τό κλαρί, πού κρεμάτε τά σπαθιά σας, θάρθή μιά μέρα πού θά κρεμάσουν οί γύφτοι τά όργανά τους. "
(Ελέχθη εις τό χωρίον 'Aγιος Δονάτος Σουλίου)
7. "Θάρθουν οι κόκκινοι σκούφοι κι ύστερα οι 'Aγγλοι επί 54 χρόνια, καί κατόπιν θά γίνη Ρωμαίικο."
(Ελέχθη εν Κεφαλληνία περί τής απελευθερώσεως τής Επτανήσου - "Κόκκινοι σκούφοι" ονομάζονται οι Γάλλοι στρατιώται ως εκ τού χρώματος τών καλυμμάτων τής κεφαλής κατά τούς ναπολεοντείους χρόνους. Η προφητεία αύτη εύρε καταπληκτικήν εκπλήρωσιν. Διότι μετά τούς Ενετούς εις τήν Επτάνησον εγκατεστάθησαν οι Γάλλοι, καί μετά τήν αναχώρησιν τούτων ήλθον οι 'Aγγλοι, τών οποίων η παραμονή διήρκεσε 54 έτη, δηλαδή όσα καί προεφήτευσεν ο 'Aγιος. Τώ 1810 κατέλαβον ουσιαστικώς οι 'Aγγλοι τήν Επτάνησον (εκτός τής Κερκύρας, η οποία παρεδόθη τώ 1815 είς τόν Κάμπελλ), καί τώ 1864 παρέδωκαν αυτήν είς τήν Ελλάδα.)
8. "Τά όρια τού Ρωμαίικου θάνε η Βωβούσα (ο ποταμός Αώος) ".
(Ελέχθη εν Παλαιά 'Aρτη)
9. "Εκείθε θάρθη τό Ρωμαίικο".
(Τήν προφητείαν ταύτην είπεν ο 'Aγιος εν Πρεβέζη δεικνύων τό μέρος τής Στερεάς, από τό οποίον θά προήρχετο ο στρατός τής ελευθερίας. Ή προφητεία επραγματοποιήθη τώ 1912).
10. "Τά βάσανα είναι ακόμη πολλά. Θυμηθήτε τά λόγια μου · προσεύχεσθε, ενεργείτε καί υπομένετε στερεά. Έως ότου νά κλείση αυτή η πληγή τού πλατάνου, τό χωριό σας θάνε σκλαβωμένο καί δυστυχισμένο".
(Ελέχθη είς Τσαραπλανά, τό σημερινόν Βασιλικόν τής Ηπείρου. Η πληγή τού πλατάνου έκλεισε τώ 1912, έτος απελευθερώσεως τής Ηπείρου)
11. "Πότε θαρθή τό ποθούμενον; " ηρώτησαν τόν 'Aγιον εις Τσαραπλανά τής Ηπείρου. "Όταν σμίξουν αυτά", απήντησεν ο 'Aγιος δεικνύων δύο δενδρύλλια.
(Τά δενδρύλλια εμεγάλωσαν, επάχυναν καί έσμιξαν τώ 1912)
12. "Τό ποθούμενον θά έρθη όταν θαρθούν δύο πασχαλιές μαζί".
(Πράγματι τώ 1912 αι εορταί Ευαγγελισμού καί Πάσχα συνέπεσαν)
13. "'Aμα κλείση τό δένδρον καί κλεισθή μέσα τό παλούκι, τότε θά έλθη τό ποθούμενον. Θά γίνη κάποιο σημάδι καί νά μή φοβηθήτε. Νά πηγαίνετε βασίλεμα ηλιού σ εκείνα τά βουνά (τής Ομάλιας καί τής Μερόπης), όπου θά γλυτώσουν πολλές ψυχές. Μαζί σας μή πάρετε τίποτε, μόνον τίς ψυχές σας νά γλυτώσετε. Καί δέν θά βαστάξη τό κακό περισσότερο από 24 ώρες".
14. "Τά χωριά τού κάμπου θά πάθουν χαλάστρα, ενώ στίς ποδιές τού Κισσάβου θά κοιμηθούν σκλάβοι καί θά ξυπνήσουν ελεύθεροι".
(Ελέχθη εν Λαρίση)
15. "'Aν τό κυπαρίσσι αυτό ξεραθή από τήν κορυφή, η Ελλάς θά ελευθερωθή· άν ξεραθή από κάτω, δέν θά ελευθερωθή".
(Ελέχθη εν Ζελενίτσα (Πρασιά) τής Ευρυτανίας)
16. "Μέ δυσκολία θάρθη"
(Εννοείται τό ποθούμενον)
17. "Όταν θά ιδήτε τό χιλιάρμενο στήν 'Aσπρη Θάλασσα, τότε θάρθη".
18. "Οταν θά ιδήτε τό χιλιάρμενο στά ελληνικά νερά, τότε θάρθη".
19. "Όταν θά ιδήτε τό χιλιάρμενο στά ελληνικά ύδατα, τότε θά λυθή τό ζήτημα τής Πόλης"
20. "Θάρθη ξαφνικά. Νά έχετε ένα σακκούλι σιτάρι κρεμασμένο στή θύρα. Αυτό θά σάς εμποδίση φεύγοντας. Μή τό αφήσετε. Νά τό πάρετε μαζί σας, γιά νά φάνε τά παιδια σας".
21. Στήν Αυλώνα θά γίνη χαλασμός. Θά έλθουν στρατεύματα νά ελευθερώσουν τόν τόπο".
22. "Στό Μπουκορμέ θά χυθή πολύ αίμα".
23. "Όταν ακούετε ότι ο πόλεμος άρχισε, τότε κοντά είναι".
24. "Όσα χωριά είναι κοντά σέ δρόμο πολλά θά τραβήξουν".
25. "Η Δρόπολις θά πάθη, διότι ο τόπος είναι γυμνός".
26. "Η Δρόπολις θά είναι γεμάτη στρατεύματα".
27. "Θά χαθή η σοδιά τής χρονιάς από τήν εύφορη Δρόπολι καί - μάνα μου ! - αίμα πολύ πού έχει νά χυθή".
28. "Λάκκοι καί βράχοι στή Δρόπολι θά είναι γεμάτοι φεύγοντας".
(Είς τό αλβανικόν χειρόγραφον, η προφητεία αύτη έχει ώς εξής: "Τά βουνά, οι χαράδρες καί οι κάμποι τής Δρόπολης θά γεμίσουν προσφυγιά").
29. "Είς τά χωριά Πέπελη σείς άδικα θά φοβάσθε· τίποτε δέν θά πάθετε. Μόνον τά παιδιά σας πού θά είναι στούς δρόμους τά κλαίτε".
30. "Οί αντίχριστοι θά φύγουν, αλλά θάρθουν πάλι· έπειτα θά τούς κυνηγήσετε έως τήν Κόκκινη Μηλιά".
31. "Θαρθή όταν έρθουν δυό καλοκαίρια καί δυό πασχαλιές μαζί".
32. "Ξένος στρατός θά έλθη, Χριστό θά πιστεύη, γλώσσα δέν θά ξέρη ... ".
33. "Θαρθή καί μιά φορά ασκέρι ξένο πού τό Χριστό θά πιστεύη. Αλλά σείς δέν θά τό ξέρετε".
34. "Μέ άλλους θά κοιμηθήτε καί μέ άλλους θά ξημερώσετε".
35. "Θά ιδήτε τρείς φαμίλιες σ΄ένα σπίτι".
36. "Εσείς θά πάτε νά κατοικήσετε αλλού καί άλλοι θάρθουν νά κατοικήσουν σέ σάς".
37. "Θά δήτε 40 άλογα νά τά δένουν σέ ένα παλούκι".
38. "Πολλοί θά χάνωνται από τήν πείνα".
39. "Οι πλούσιοι τά γίνουν πτωχοί καί οι πτωχοί θά πεθάνουν".
40. "Μιά χούφτα μάλαμα μιά χούφτα αλεύρι".
41. " Θά έρθη καιρός πού οι Ρωμιοί θά τρώγωνται αναμεταξύ τους. Εγώ συστήνω ομόνοιαν καί αγάπην".
42. "Θά ιδήτε καί τακτικό στρατό, θά ιδήτε καί ρέμπελο (αντάρτικο)· από αυτούς πολλά θά υποφέρετε".
43. "Θά σάς ζητήσουν τά ντουφέκια· νά έχετε διπλά· νά δώσετε τό ένα καί νά κρατήσετε τό άλλο. Ένα ντουφέκι 100 ψυχές θά γλυτώση".
44. "Θά έρθη καιρός πού θά διευθύνουν τόν κόσμο τά άλαλα καί τά μπάλαλα".
("Τά άλαλα καί τά μπάλαλα" - Εννοεί τά άψυχα μηχανήματα τών διαφόρων εφευρέσεων. Αυτά αντικατέστησαν καί ολονέν αντικαθιστούν τάς εργατικάς χείρας καί κυριαρχούν εις τήν ζωήν τών ανθρώπων, ώς νεώτερα είδωλα προσκυνούμενα υπό τού υλόφρονος κόσμου.)
45. "Η αιτία τού γενικού πολέμου θά είναι από τή Δαλματία".
46. "Η αιτία τού γενικού πολέμου θάρθη από τή Δαλματία. Πρώτα θά διαμελισθή η Αυστρία καί ύστερα η Τουρκία".
47. "Ο χαλασμός θά γίνη από ένα κασσιδιάρη".
(Η προφητεία εις τό αλβανικόν χειρόγραφον φέρεται ως εξής: "Ο χαλασμός θάρθη από τυφλό καί κασσιδιάρη")
48. "Θά προσπαθούν νά τό λύσουν μέ τήν πέννα, μά δέν θά μπορούν. 99 φορές μέ τόν πόλεμο καί μιά μέ τήν πέννα".
49. "΄Αν βρεθούν 3 δυνάμεις σύμφωνες, τίποτε δέν θά πάθετε".
50. "΄Αν τό ζήτημα λυθή μέ τόν πόλεμο, θά πάθετε πολλές καταστροφές· σέ τρείς χώρες μιά θά μείνη... "
51. "Θά έρθη καιρός πού δέν θά ακούτε (=μαθαίνετε) τίποτε".
52. "΄Οτι σάς ζητούν, νά δίνετε· ψυχές μόνον νά γλυτώνετε".
53. "΄Αν βρίσκουν στό δρόμο ασήμι, δέν θά σκύβουν νά τό πάρουν. Γιά ένα όμως αστάχυ θά σκοτώνωνται ποιός νά τό πρωτοπάρη... ".
54. "Τό κακό θά σάς έρθη από τούς διαβασμένους".
55. "΄Η τρείς μέρες ή τρείς μήνες ή τρία χρόνια θά βαστάξη".
56. "Θάρθη καιρός πού δέν θά υπάρχη αυτή η αρμονία πού είναι σήμερα μεταξύ λαού καί κλήρου".
57. "Οι κληρικοί θά γίνουν οι χειρότεροι καί οι ασεβέστεροι τών όλων".
58. "Στήν Πόλι θά χυθή αίμα πού τριχρονίτικο δαμάλι θά πλέξη (=πλεύση) ".
59. "Καλότυχος όποιος ζήσει μετά τό γενικό πόλεμο. Θά τρώγη μέ ασημένιο κουτάλι... ".
60. "Μετά τό γενικό πόλεμο θά ζήση ο λύκος μέ τ΄αρνί".
61. "Θάρθη πρώτα ένα ψευτορωμαίικο· νά μή τό πιστέψετε· θά φύγη πίσω".
62. "Θά μαζωχτή τό χιλιάρμενο στό Σκάλωμα ('Aγιοι Σαράντα) καί θάρθουν κοκκινογέλεκοι, νά πολεμήσουν γιά σάς".
63. "Οί Τούρκοι θά φύγουν, αλλά θά ξανάρθουν πάλι καί θά φθάσουν ώς τά Εξαμίλια. Στό τέλος θά τούς διώξουν είς τήν Κόκκινη Μηλιά. Από τούς Τούρκους τό 1/3 θά σκοτωθή, τό άλλο τρίτο θά βαπτισθή καί μονάχα τό 1/3 θά πάη στήν Κόκκινη Μηλιά".
("Κόκκινη Μηλιά". Τοποθεσία, τήν οποίαν η φαντασία τών υποδούλων Ελλήνων έθετεν εις τά βάθη τής Μ. Ασίας).
64. "Τόσα πολλά θά γίνουν, πού οι μανάδες θά γεννήσουν πρόωρα από τό φόβο τους".
65. "Ζώα δέν θά μείνουν· θά τά φάνε. Φάτε καί σείς μαζί μ΄αυτούς. Στά Τζουμέρκα θά πάρετε σπόρο".
(Εις τό αλβανικόν χειρόγραφον διαβάζομεν: "΄Αλογα δέν θά μείνουν. Θά πάτε καί σείς μαζί μ΄αυτά. Από τά Τζουμέρκα θά ξαναπιάσετε τή ράτσα τους")
66. "'Σπίτια μεγάλα μή κάμνετε. Λιάσες νά κάμνετε νά μή σάς έρχωνται μέσα".
67. "Θά σάς επιβάλουν μεγάλο καί δυσβάστακτο φόρο, αλλά δέν θά προφθάσουν".
68. "Θά βάλουν φόρο στίς κόττες καί στά παράθυρα".
69. "Θά ζητήσουν νά σάς πάρουν καί στρατιώτας. Δέν θά προφθάσουν όμως".
70. "Οι Τούρκοι θά μάθουν τό μυστικό 3 μέρες γρηγορώτερα από τούς Χριστιανούς".
(Τό αλβανικόν χειρόγραφον έχει τήν προφητείαν ως εξής: "Οι Τούρκοι θά τό καταλάβουν τρείς ημέρες γρηγορώτερα από τούς Χριστιανούς")
71. "΄Οταν ακούσετε ότι ο πόλεμος πιάστηκε από κάτω, τότε κοντά θά είναι".
72. "΄Αν ο πόλεμος πιαστή από κάτω, λίγα θά πάθετε· άν πιαστή από πάνω, θά καταστραφήτε".
73. "Οι βράχοι καί οι λάκκοι θά είναι γεμάτοι κόσμο".
74. "Θάρθη ξαφνικά· ή τό βόιδι στό χωράφι ή τό άλογο στ΄ αλώνι".
75. "Λυπηρόν είναι νά σάς τό ειπώ· σήμερον, αύριον καρτερούμεν δίψες, πείνες μεγάλες πού νά δίδωμεν χιλιάδες φλουριά καί νά μήν ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί".
76. "Μετά τόν πόλεμο οι άνθρωποι θά τρέχουν μισή ώρα δρόμο, γιά νά βρίσκουν άνθρωπο καί νά τόν κάμουν αδελφό".
77. "Αμπέλια μή φυτεύετε, διότι θά χαλάσουν καθώς εκείνα στή Δρυϊνούπολι".
78. "Θά γίνη ένα χαρτοβασίλειο, πού θά έχει μέγα μέλλον στήν Ανατολή".
79. "Ο κόσμος τόσον θά πτωχεύση, πού θά ζώνεται μέ κληματσίδες".
80. "Η αιτία θά έλθη από τά Δελειατά".
81. "Η Γαλλία θά ελευθερώση πολλά ελληνικά μέρη καί ιδίως οι Ιταλοί".
82. "Η Γαλλία θά λευτερώση τήν Ελλάδα, τήν Ήπειρο η Ιταλία".
83. "Από τρία μπουγάζια στενά, Κρά, Κράψη καί Μουζίνα, θά περνούν πολλά στρατεύματα γιά τήν Πόλι. Καλόν είναι τά γυναικόπαιδα νά βγούν στά βουνά. Θά σάς ρωτούν άν είναι μακρυά η Πόλι· εσείς νά μή λέτε τήν αλήθεια, διότι θά σάς κακοποιήσουν. Ο στρατός αυτός δέν θά φθάση στήν Πόλι, στή μέση τού δρόμου θά μάθη ότι ο πόλεμος ετελείωσε".
84. "Θά έρθη καιρός, πού θά φέρη γύρες ο διάβολος μέ τό κολοκύθι του".
85. "Θά βλέπετε νά πηγαίνουν άλλοι επάνω καί άλλοι κάτω".
86. "Η λευτεριά θαρθή από κάτω από όπου χύνονται τά νερά".
87. "Από πάνω καί από τή σκάλα χαλασμό μή περιμένετε".
88. "΄Ενα ψωμί θά χαθή τό μισό, καί ένα ολόκληρο".
89. "Θά έρθη καιρός πού μιά γυναίκα θά διώχνη δέκα Τούρκους μέ τή ρόκα".
90. "Τόν Πάπαν νά καταράσθε, διότι αυτός θά είναι η αιτία".
91. "Ο χαλασμός στόν τόπο θά γίνη από ένα όνομα αξιωματούχου ... (δυσανάγνωστον) ".
92. "Πολλά χωριά θά καταστραφούν, οι τρείς χώρες θά γίνουν μία".
93. "Νά έχετε τρείς θύρες· άν σάς πιάσουν τή μιά, νά φύγετε από τήν άλλη".
94. "Πίσω από τή μιά θύρα νά κρυφθή κανείς, γλυτώνει· θά είναι βιαστικό".
95. "Νά παρακαλήτε νά είναι μέρα καί όχι νύκτα, καλοκαίρι καί όχι χειμώνας".
96. "Οι άνθρωποι θά μείνουν πτωχοί, γιατί δέν θάχουν αγάπη στά δένδρα".
97. "Οι άνθρωποι θά μείνουν πτωχοί, γιατί θά γίνουν τεμπέληδες".
98. "Από ψηλά, μέσα από τό λιμάνι θάρθη ο χαλασμός".
99. "Θά σάς ρίξουν παρά πολύ· θά σάς ζητήσουν νά τόν πάρουν πίσω, αλλά δέν θά μπορέσουν".
100. "Εσείς θά σώσετε άλλους καί οι άλλοι εσάς".
101. "Εσείς θά φύγετε απ΄τ΄ αριστερά βουνά· από τή δεξιά μεριά όχι· από τίς σπηλιές μή φοβάστε".
102. "Θαρθή ξαφνικά· τ΄ άλογα θ΄ απομείνουν ζεμένα στίς δουλειές τους καί σείς θά φύγετε".
103. "Θάνε όγδοος αιώνας πού θά γίνουν αυτά".
104. "Νά κρυφθήτε ή κοντά στήν πόρτα ή κοντά στήν πλάκα, άν είναι βιαστικό καί γρήγορο".
105. "Πολλά θά συμβούν. Οι πολιτείες θά καταντήσουν σάν μπαράγκες".
106. "Θαρθή καιρός πού θά βγή ο καταραμένος δαίμονας από τό καυκί του".
107. "Θαρθή μιά φορά ένας ψευτοπροφήτης· μή τόν πιστέψετε καί μή τόν χαρήτε. Πάλι θά φύγη καί δέν θά μεταγυρίση".
108. "Θάρθή καιρός πού οι χριστιανοί θά ξεσηκωθούν ο ένας κατά τού άλλου".
109. "Νάχετε τό σταυρό στό μέτωπο, γιά νά σάς γνωρίσουν ότι είσθε χριστιανοί".
110. "Δέν θά φθάση ο στρατός στήν Πόλι· στή μέση τού δρόμου θάρθη τό μαντάτο, ότι έφθασε τό ποθούμενο".
111. "Πήγαινε καί στό δρόμο θ΄ανταμειφθής".
(Ελέχθη εν Δερβιστάνη περί τινος, όστις ειρωνεύθη τόν ΄Αγιον. Ούτος μετ΄ολίγν ετραυματίσθη καθ΄οδόν υπό τινος εχθρού του)
112. "Ειπέ εις τά είδωλα εκείνα νά μήν έρθουν εδώ, αλλά νά γυρίσουν εις τά οπίσω".
(Καθώς ο ΄Αγιος εδίδασκεν εις ΄Ασσον τής Κεφαλληνίας, διέκοψε μίαν στιγμήν τό κηρυγμά του καί απέστειλεν ένα ακροατήν του εις τήν οικίαν τού άρχοντος τού τόπου ειπών τούς λόγους τούτους. Ούτος απελθών εύρε 4 κυρίας τής αριστοκρατίας ασέμνως ενδεδυμένας, αί οποίαι ήσαν έτοιμοι νά έλθουν καί παρακολουθήσουν τό κήρυγμα τού Αγίου)
113. "Φτιάνετε σπίτια τορνευτά καί δέν πρόκειται νά κατοικήσετε σ΄ αυτά".
(Είπε τούς λόγους τούτους ο 'Aγιος εις 'Aσσον τής Κεφαλληνίας, όταν μίαν ημέραν διήρχετο πρό μιάς νεοκτίστου οικίας. Μετ΄ ολίγον όλοι οι ιδιοκτήται απέθανον πλήν μιάς μοναχής).
114. "Τό παιδί αυτό θά προκόψη, θά κυβερνήση τήν Ελλάδα καί θά δοξασθή".
(Ελέχθη περί τού Ιωάννου Κωλέττη).
115. "Θά γίνης μεγάλος άνθρωπος, θά κυριεύσης όλη τήν Αρβανιτιά, θά υποτάξης τήν Πρέβεζα, τήν Γάργα, τό Σούλι, τό Δέλβινο, τό Γαρδίκι καί αυτό τό τάχτι τού Κούρτ πασά. Θά αφήσης μεγάλο όνομα στήν οικουμένη. Καί στήν Πόλι θά πάς, μά μέ κόκκινα γένεια. Αυτή είναι η θέλησι τής θείας προνοίας. Ενθυμού όμως είς όλην τήν διάρκειαν τής εξουσίας σου νά αγαπάς καί νά υπερασπίζεσαι τούς χριστιανούς, άν θέλης νά μείνη η εξουσία εις τούς διαδόχους σου".
(Ελέχθη εν Τεπελενίω περί του Αλή πασά)
116. "Θά βγούν πράγματα από τά σχολεία πού ο νούς σας δέν φαντάζεται".
117. "Θά δήτε στόν κάμπο αμάξι χωρίς άλογα νά τρέχη γρηγορώτερα από τόν λαγό".
118. "Θάρθη καιρός πού θά ζωσθή ο τόπος μέ μιά κλωστή".
(Ελέχθη εν 'Aσσω τής Κεφαλληνίας).
119. "Θαρθή καιρός πού οι άνθρωποι θά ομιλούν από ένα μακρυνό μέρος σέ άλλο, σάν νάνε σέ πλαγινά δωμάτια, π.χ. από τήν Πόλι στή Ρωσία".
120. "Θά δήτε νά πετάνε άνθρωποι στόν ουρανό σάν μαυροπούλια καί νά ρίχνουν φωτιά στόν κόσμο. Όσοι θά ζούν τότε θά τρέξουν στά μνήματα καί θά φωνάξουν: Εβγάτε σείς οι πεθαμένοι νά μπούμε μείς οι ζωντανοί".
(Αι πέντε κατά σειράν προφητείαι (116η - 120ή) τού Αγίου αναφέρονται προφανώς εις τάς μεγάλας εφευρέσεις τού αιώνός μας. Τό αμάξι χωρίς άλογα είναι οι σιδηρόδρομοι καί τ΄ αυτοκίνητα. Η κλωστή πού θά ζώση όλον τόν κόσμον είναι τά καλώδια τών τηλεγραφείων. Μέ τάς συσκευάς τής τηλεπικοινωνίας η φωνή ακούεται εξ αποστάσεως χιλιάδων χιλιομέτρων ως νά προήρχετο εκ γειτονικής οικίας. Τά μαυροπούλια, πού θά ρίψουν τό πύρ εις τήν γήν, είναι τά αεροπλάνα τής πολεμικής αεροπορίας. Αυται αί προφητείαι τού αγίου Κοσμά είναι γεγραμμέναι εις τά βιβλία χρόνους πολλούς, αιώνα περίπου πρίν γίνουν αι σχετικαί εφευρέσεις)
121. "Τό κακόν τά έλθη μέχρι τόν Σταυρόν καί δέν θά μπορέση νά πάη κάτω. Μή φοβηθήτε. Μή φύγετε από τά σπίτια σας".
(Ελέχθη εις τήν περιοχήν Πολυνερίου Γρεβενών. Πράγματι τώ 1940 οί Ιταλοί έφθασαν μέχρι τήν τοποθεσίαν Σταυρός, όπου είχε κηρύξει ο ΄Αγιος, καί εσταμάτησαν)
122. "Όταν θά πέση ο κλώνος (πού είναι στημένος ο Σταυρός), θά γίνη μεγάλο κακόν, πού θά έλθη από τό μέρος όπου θά δείξη ο κλώνος· καί όταν θά πέση τό δένδρον, θά γίνη ένα μεγαλύτερον κακόν".
(Ελέχθη εις τό χωρίον Τσιράκι (σήμερον ΄Αγιος Κοσμάς) Γρεβενών. Πράγματι τώ 1940 έπεσεν ο κλώνος καί ο Σταυρός πρός τό μέρος τής Αλβανίας, όθεν επετέθησαν οι Ιταλοί, καί τώ 1947 τό δένδρον, ότε η περιοχή κατεστράφη εντελώς από τόν συμμοριτοπόλεμον)

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ της Δώρας Μόσχου

Το ζήτημα με το οποίο επιχειρούμε να καταπιαστούμε στο παρόν άρθρο είναι αρκετά ευρύ και πολυσυζητημένο, ιδιαίτερα στις μέρες μας, μέσα από μια πλούσια φιλολογία -και παραφιλολογία- που αναπτύσσεται, με αφορμή κυρίως τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία των αστυνομικών ταυτοτήτων. Η άποψη της εκκλησίας πάνω σε αυτό είναι σαφής: η ορθοδοξία ως δόγμα αλλά και ως δομημένη εκκλησία αποτέλεσε την κιβωτό των παραδόσεων του «γένους» (η ορολογία δεν είναι οπωσδήποτε δική μας) και συντέλεσε τα μέγιστα στη διάσωση της γλώσσας, της πνευματικής ζωής, της συνείδησης, σε τελευταία ανάλυση, του Ελληνα. Από μια άλλη πλευρά, μια διαφορετική άποψη θεωρεί ότι το ελληνικό έθνος είναι κυρίως απότοκο της πνευματικής κίνησης του Διαφωτισμού.
Φοβόμαστε ότι, όπως σε πολλές ανάλογες διαμάχες με ιστορικό υπόβαθρο, αλλά με αντανάκλαση σε σημερινά προβλήματα και σύγχρονες πραγματικότητες,(1) δε λαμβάνονται υπ’ όψη δύο σοβαροί παράγοντες: ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η θρησκεία αποτελεί στοιχείο του εποικοδομήματος και ότι ως τέτιο μπορεί βεβαίως να επιδράσει στη διαμόρφωση της βάσης μιας κοινωνίας, αλλά κυρίως εδράζεται σε αυτήν και κατά μείζονα λόγο ρυθμίζεται από αυτήν. Ο δεύτερος είναι το ότι η θρησκεία και τα κοσμικά της μορφώματα (εκκλησίες και ιερατεία) συνιστά ένα φαινόμενο που, όπως εξ άλλου και όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής συνείδησης, χαρακτηρίζεται από ιστορικότητα: ο ρόλος, η λειτουργία της, η επίδρασή της μεταβάλλεται ανάλογα με τις εποχές και τις ιστορικές αναγκαιότητες.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του ρόλου της ορθοδοξίας και της εκκλησίας στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, εντάσσοντας τις εκάστοτε λειτουργίες της μέσα στα πλαίσια των ιστορικών εποχών στις οποίες έδρασε.
Ενα πρώτο, μεθοδολογικό πρόβλημα που ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε σε μια τέτια προσέγγιση, είναι η χρονολογική - ιστορική αφετηρία από την οποία θα πρέπει να ξεκινήσουμε. Η ορθόδοξη εκκλησία είναι σαφέστατα - και πολύ - παλιότερη από το ελληνικό έθνος. Το ορθόδοξο δόγμα και η ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του εποικοδομήματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οχι μόνο υπήρξε η κυρίαρχη - έως απόλυτα κυρίαρχη - μορφή κοινωνικής συνείδησης, αλλά και επηρέασε βαθύτατα κάθε μορφή τέχνης και πολιτισμού, διατηρώντας παράλληλα μια ιδιότυπη σχέση με την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, σαφώς διαφορετική από εκείνη που διατηρούσε η παπική έδρα με τις κοσμικές εξουσίες στη δύση. Ομως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είναι κοιτίδα ούτε και κιβωτός του ελληνικού έθνους. Ο βυζαντινός υπήκοος είναι «Ρωμαίος», απόγονος και νόμιμος κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Χρειάστηκαν άλλες διαδικασίες ώστε ο όρος «Ρωμαίος» («Ρωμιός» στη λαϊκή νεοελληνική συνείδηση) να μεταλλαχτεί σε Γραικό ή Έλληνα. Αυτές οι διαδικασίες είναι κυριότατα οικονομικές (διαμόρφωση αστικής τάξης) και συντελέστηκαν σε συνθήκες κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου από αλλόδοξες ή αλλόθρησκες δυνάμεις. Αυτό το τελευταίο στοιχείο μας οδηγεί στο να ορίσουμε ως αφετηρία της αναφοράς μας το σωτήριο έτος 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη -και πολύ μεγάλο μέρος του βυζαντινού χώρου- κατελήφθη από τους Φράγκους της Γ΄ Σταυροφορίας.
Δεν μπορούμε ωστόσο να μην κάνουμε και μια αναφορά στα πριν, στο Βυζάντιο. Δε μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δογματική πλευρά της Ορθοδοξίας. Μας ενδιαφέρει εδώ κυρίως το ότι συστατικό στοιχείο της φιλολογίας της υπήρξε η διαρκής αντιπαράθεσή της με τη δυτική χριστιανοσύνη, μια αντιπαράθεση που γνώρισε οξύτατες στιγμές με τα δύο σχίσματα και που ολοκληρώθηκε με το δεύτερο, στα 1054, επί Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, όταν οι δύο ποντίφηκες, ο ανατολικός και ο δυτικός, αφόρισαν ο ένας τον άλλο. Τα βαθύτερα και ουσιαστικότερα αίτια του σχίσματος δεν ήταν οπωσδήποτε το «filioque».(2) Ας κάνουμε μια προσπάθεια να κωδικοποιήσουμε τα αίτια αυτά:
Το ζήτημα των πρωτείων του Πάπα σε σχέση με τους υπόλοιπους χριστιανούς πατριάρχες έχει μία σπουδαιότητα, με τη σειρά του όμως και αυτό, υποκρύπτει σοβαρότερες πλευρές του ζητήματος. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις εκδηλώσεις της σύγκρουσης ανάμεσα στο βυζαντινό και στο φραγκικό - λατινικό κόσμο (για να αρχίσουμε επί τέλους να αποφεύγουμε τους όρους «ανατολικός» και «δυτικός») σε σχέση με το ποιος είναι ο γνήσιος κληρονόμος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας - ποιος είναι, σε τελική ανάλυση, ο κυρίαρχος του τότε γνωστού κόσμου.
Την εποχή κατά την οποία συντελείται το οριστικό σχίσμα των εκκλησιών, στο μεν Βυζάντιο ολοκληρώνονται οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, ενώ στο φραγκικό - λατινικό κόσμο υπάρχουν ήδη τα πρώτα φανερώματα αστικής ανάπτυξης, στις ιταλικές πόλεις του βορρά, οι οποίες απολαμβάνουν σοβαρά εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κυρίως στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.(3) Είναι το προανάκρουσμα εκείνης της πλευράς της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο χώρους που θα κορυφωθεί με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι το πρώτο συγκροτησιακό - συνειδησιακό στοιχείο του χώρου που προβάλλεται και τονίζεται από την ορθόδοξη εκκλησία είναι εκείνο της αντίληψης της διαφοράς από το φραγκικό - λατινικό κόσμο. Αν και άλλα, όπως είδαμε πριν, ήσαν τα αίτια της διαφοροποίησης αυτής, ωστόσο δεν πρέπει να αφαιρούμεθα από το γεγονός ότι στον όψιμο Μεσαίωνα οι πολιτικές έριδες εύρισκαν την έκφρασή τους μέσα από τη θεολογία, την πίστη και τις αιρέσεις. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε το εξής: έχει ενδιαφέρον να δει κανείς το πώς ένας πολιτισμός αντιλαμβάνεται και εκφράζει ο ίδιος τον εαυτό του και πώς τον αντιλαμβάνεται και εκφράζεται γι’ αυτόν ο περίγυρός του. Την ίδια αυτή εποχή, που ο βυζαντινός ονομάζει τον εαυτό του «Ρωμαίο» και που ο όρος «Ελληνας» είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, απαξιωτικός (με σαφείς τις «ευθύνες» για τούτο της ορθόδοξης εκκλησίας), ο φραγκικός - λατινικός κόσμος αποκαλεί τους βυζαντινούς «Ελληνες», τόσο σε επίπεδο κρατικών και διπλωματικών εγγράφων, όσο και σε επίπεδο λαϊκής κουλτούρας. «Πάμε για να συντρίψουμε τους Ελληνες (i grechi) και τους Μαύρους» (Σαρακηνούς), λέει το μεσαιωνικό λαϊκό βενετσιάνικο τραγούδι.
Με την άλωση -και την πολύ σκληρή λεηλασία- της Κωνσταντινούπολης, το 1204, η ορθόδοξη εκκλησία είχε σοβαρούς λόγους να θριαμβολογήσει: ήταν πολύ εύκολο να θεωρηθεί υπεύθυνος, στη συνείδηση των βυζαντινών, ο Πάπας για τις φραγκικές αγριότητες (αν και ο πραγματικός υποκινητής της κατάληψης και της λεηλασίας ήταν οι Βενετοί). Το γεγονός ότι στις φραγκικές - λατινικές ηγεμονίες που ιδρύθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, οι κατακτητές, με την εφαρμογή των «Ασσιζών της Ρωμανίας»(4) επιτάχυναν δραστικά την πλήρη φεουδαρχοποίηση του βυζαντινού χώρου, το ότι εγκατέστησαν Λατίνο πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη και έδωσαν προνόμια στο λατινικό κλήρο δημιούργησε ένα ευρύ λαϊκό έρεισμα για την ορθόδοξη εκκλησία που εμφανιζόταν ως ο νόμιμος καθοδηγητής των αντιφραγκικών κινημάτων. Με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης όμως από το βυζαντινής προέλευσης μόρφωμα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1261), την ανασύσταση της αυτοκρατορίας και την εμφάνιση και ενδυνάμωση του οθωμανικού κινδύνου, αλλάζουν, μεταξύ άλλων, και οι ισορροπίες ανάμεσα στις δύο εκκλησίες. Ας σταθούμε κάπως αναλυτικότερα στο ζήτημα.
Είναι η εποχή κατά την οποία εμφανίζεται η βαθιά διαμάχη που ξέσπασε στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς». Η διαμάχη αυτή σχετίζεται με τη διαδικασία ένωσης των δύο εκκλησιών και στην οποία εμπλέκεται η κοσμική βυζαντινή εξουσία, αποσκοπώντας σε δύο πράγματα: το ένα είναι η διαφύλαξη των νώτων της από πιθανές λατινικές βλέψεις εναντίον της (εννοούμε κοσμικές, όχι εκκλησιαστικές) και το άλλο είναι η εξεύρεση συμμάχων, από τους κόλπους της δυτικής χριστιανοσύνης, ώστε να αποκόψει τη ραγδαία εξάπλωση των Οθωμανών. Δύο είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην προσπάθεια ένωσης των εκκλησιών: η Σύνοδος της Λυών, το 1247 (πριν ακόμα από την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης) και η περίφημη Σύνοδος της Φερράρας - Φλωρεντίας, το 1438 με 1439, λίγο πριν από τη δεύτερη άλωση.
Και οι δύο σύνοδοι έληξαν με περιφανή νίκη του καθολικισμού. Και οι δύο Σύνοδοι, παρά τη στήριξη της κοσμικής εξουσίας, αντιμετωπίστηκαν με καταφανή δυσανεξία από τον κλήρο και το λαό. Βιώθηκαν ως υποχώρηση των «Ρωμαίων» απέναντι στους σφετεριστές της πολιτικής και πολιτισμικής παράδοσης της ενιαίας αυτοκρατορίας, όπως αντιλαμβανόταν ο βυζαντινός άνθρωπος το φραγκικό - λατινικό κόσμο. Με τη διαμάχη ανάμεσα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς βαθαίνει η διάκριση ανάμεσα στον κάτοικο του βυζαντινού χώρου (εμφανώς πια περιορισμένου στον κορμό της Ελλάδας και στη Μικρά Ασία) και το δυτικό (Φράγκο, Λατίνο, Ιταλό) χριστιανό. Ομως, όπως είπαμε και πριν, αυτή η διάκριση έχει βαθύτερα αίτια που σχετίζονται με τους διαφορετικούς ρυθμούς μετάβασης των δύο χώρων στο επόμενο κοινωνικό σύστημα και τις αναπόφευκτες αντιπαλότητες που δημιουργούσε η συνύπαρξη κοινοτήτων - φορέων των δύο συστημάτων, πολλές φορές στον ίδιο χώρο, αν και με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους.(5)
Ωστόσο, το Ισλάμ, με το νέο κρατικό σχηματισμό που κυρίως το εξέφραζε, τους Οθωμανούς Τούρκους, δε φαινόταν το ίδιο απειλητικό, στο μέσο βυζαντινό άνθρωπο. Για να δώσουμε, τέλος, μια κάπως πληρέστερη εικόνα της πνευματικής ζωής της εποχής, θα πρέπει να συμπληρώσουμε τούτο: για πρώτη φορά, μετά από αιώνες, από διανοούμενους ελληνόφωνους, ορθόδοξους και κατοίκους του ελλαδικού χώρου, επαναδιατυπώνεται και όχι πια απαξιωτικά, η προσφώνηση «Ελληνας». Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι ο Γεώργιος Γεμιστός, αυτοαποκαλούμενος «Πλήθων». Με σχετική βεβαιότητα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ανάσυρση στοιχείων που παραπέμπουν στην κλασική αρχαιότητα του χώρου δεν είναι άσχετη από μια σύντομη «Αναγέννηση» που βίωσε η αυτοκρατορία στην περίοδο των Παλαιολόγων, μια «Αναγέννηση» που οι οικονομικοί της όροι είναι ανάλογοι με εκείνους της Δύσης (πρώιμη άνθιση της αστικής τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Αυτή η τάση δεν έχει καθόλου καλές σχέσεις με τη μονίμως στραμμένη στο ρωμαιοβυζαντινό παρελθόν ορθόδοξη εκκλησία, της οποίας οι δομές και η φιλοσοφία εξακολουθούν να ανταποκρίνονται σε μια κοινωνία με φεουδαρχική βάση.
Τη λύση στη διαμάχη ανάμεσα σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς» δίνει ο ...Αλλάχ. Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ο Μεχμέτ Β΄ εγκαθιστά στον Πατριαρχικό θρόνο το φανατικό ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, που έγινε γνωστός ως Πατριάρχης Γεννάδιος. Από δω και πέρα, αρχίζει η πραγματική ιστορία του ζητήματος.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Η περίοδος από το 1453 έως και 1821 είναι η εποχή μέσα στην οποία διαμορφώνεται το ελληνικό έθνος και, ως εκ τούτου, καθόλου ανάξια λόγου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το έθνος είναι ιστορική κατηγορία της εποχής του καπιταλισμού και ότι υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις για τη συγκρότησή του: ο ενιαίος γεωγραφικός χώρος στον οποίο ζει μια ανθρώπινη κοινότητα, η ενιαία οικονομική ζωή, η ενιαία γλώσσα και η ενιαία συνείδηση. Οι ξενικές κυριαρχίες στον ελλαδικό χώρο συνετέλεσαν, με έναν ιδιόμορφο τρόπο που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, στη διαμόρφωση αυτών των παραγόντων. Μέσα στις συνθήκες αυτές, η ορθόδοξη εκκλησία επιδρά στη διαμόρφωση της συνείδησης, με τρόπο διαφορετικό στις οθωμανοκρατούμενες από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές.
Ο οθωμανικός κόσμος μπορεί να παρασταθεί με μία πυραμίδα, διαιρεμένη κατά τρόπο οριζόντιο και κάθετο. Η οριζόντια διάκριση είναι η σαφής και πάγια διαίρεση των κοινωνιών σε τάξεις και δε μας αφορά εδώ. Η κάθετη διαίρεση σχετίζεται με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε «έθνη» (millet), όπου ο όρος δεν έχει καθόλου τη σημερινή του έννοια. Ως «έθνος» οι Οθωμανοί εννοούσαν την ευρεία θρησκευτική κοινότητα και αναγνώριζαν επισήμως τρεις τέτοιες: τη μουσουλμανική, την εβραϊκή και τη χριστιανική που, εκ των πραγμάτων του γεωγραφικού χώρου, ήταν ταυτόχρονα και ορθόδοξη. Το Ισλάμ υπήρξε γενικά ανεκτικό απέναντι στις «θρησκείες της βίβλου» και ακόμα περισσότερο ανεκτική από την αραβική εκδοχή του υπήρξε η οθωμανική. Η διαίρεση λοιπόν της αυτοκρατορίας σε τρία έθνη θεσμοθετήθηκε και επικεφαλής κάθε έθνους (millet basi) ορίστηκε ο αντίστοιχος θρησκευτικός ηγέτης. Στην περίπτωση, δηλαδή, των ορθοδόξων, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Ο αρχηγός του «έθνους» θεωρούνταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της αυτοκρατορίας και έφερε τον τίτλο του πασά με τις τρεις ουρές αλόγων στη σημαία του.
Στην ορθόδοξη εκκλησία απονεμήθηκε από τους Οθωμανούς μια ευρεία δικαιοδοσία, όχι μόνο αντιπροσώπευσης, αλλά και διοίκησης, σε επί μέρους ζητήματα (π.χ. οικογενειακό δίκαιο) πάνω στους ορθόδοξους χριστιανούς υπηκόους τους. Δεδομένου ότι, στα χρόνια του Βυζαντίου, ο κλήρος είχε περιορισμένη πολιτική εξουσία και ο πατριάρχης εξαρτιόνταν πολιτικά από τον αυτοκράτορα, η ορθόδοξη εκκλησία άρχισε για πρώτη φορά να παίζει τόσο ουσιαστικό πολιτικό ρόλο αλλά και, στην ουσία, να ασκεί εξουσία πάνω στους ελληννόφωνους - ορθόδοξους πληθυσμούς. Ετσι, πέρα από τα διαφοροποιητικά στοιχεία αυτών που αντιπροσωπεύει σε σχέση με το περίγυρο (λατινικό ή οθωμανικό) λειτουργεί πλέον και σαν στοιχείο συγκρότησης μιας κοινότητας, με την έννοια ότι αποτελεί το διάμεσό της με τη διοίκηση και το φορέα που η ίδια η κοινότητα αντιλαμβάνεται πιο άμεσα ως φορέα εξουσίας.
Εξ άλλου, από τη βυζαντινή ακόμη εποχή, η ορθόδοξη εκκλησία έπαιζε και οικονομικό ρόλο, που συνίστατο στο ότι η ίδια (κυρίως μέσω των μονών) είχε εκτεταμένους κλήρους στην κατοχή της και λειτουργούσε, επί της ουσίας, σαν φεουδάρχης. Αυτή της η λειτουργία συνεχίστηκε και μέσα στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι τα θρησκευτικά - εκκλησιαστικά κτήματα (βακούφια) τελούσαν υπό ειδικό καθεστώς και δε θεωρούνταν ψιλή κυριότητα του οθωμανικού κράτους.
Μέσα στο ορθόδοξο «μιλλέτ» όμως, εκτός από τους ελληνόγλωσσσους πληθυσμούς, συμπεριλαμβάνονταν ακόμη και σλάβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες, Αρμένιοι κ.ά.. Οι άλλοι λοιπόν παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση του έθνους είναι εκείνοι οι οποίοι ενεργοποιούνται κατ’ εξοχήν και οδηγούν στην οριστική διαφοροποίηση και το σχηματισμό του νέου ελληνισμού. Κυρίως, οι οικονομικές δραστηριότητες, με αιχμή στην ανάπτυξη του εμπορίου και, κατά δεύτερο λόγο, της βιοτεχνίας. Υπάρχουν ωστόσο και άλλα, σοβαρά στοιχεία του εποικοδομήματος που βοηθούν στο σχηματισμό του ελληνικού έθνους. Κυρίαρχο ανάμεσά τους είναι οπωσδήποτε η γλώσσα, μια γλώσσα της οποίας οι ρίζες ανάγονται στη βαθιά αρχαιότητα και η οποία υπήρξε γλωσσική αντανάκλαση του πλουσιότερου και αρτιότερου πολιτισμού που ανέδειξε ο δουλοκτητικός κόσμος. Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ορθόδοξη εκκλησία στάθηκε, κατά το μάλλον ή ήττον, εχθρικά απέναντι στη ζωντανή εξέλιξη αυτής της γλώσσας, τη λαϊκή νέα ελληνική γλώσσα. Η επίσημη γλώσσα της εκκλησίας, όπως εξ άλλου και σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ήταν αττικίζουσα.
Σ’ αυτό το σημείο, ανοίγουν δύο σημαντικά ζητήματα: το ένα έχει να κάνει με τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στους Οθωμανούς και το δεύτερο με τη στάση της ορθόδοξης εκκλησίας απέναντι στην παιδεία. Δεν είναι μάλιστα αυτά τα δύο ζητήματα άσχετα μεταξύ τους. Θα πρέπει να πούμε από την αρχή ότι η ορθόδοξη εκκλησία αποδέχτηκε καθ’ ολοκληρίαν την προστασία και τις διοικητικές εξουσίες που της είχαν απονεμηθεί από την Υψηλή Πύλη. Το γεγονός αυτό, τουλάχιστον για τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν εμπεριέχει καμία ιδιαίτερη ηθική μομφή. Ηταν ακόμη «φυσικό», σε σχέση με τα δεδομένα και τα αιτήματα της εποχής. Ο βασικός ρόλος της ορθόδοξης εκκλησίας - όπως τουλάχιστον η ίδια τον αντιλαμβανόταν - διασφαλιζόταν απόλυτα και αυτός δεν ήταν άλλος από τη διαφύλαξη της ορθής πίστης και της σωτηρίας του ποιμνίου της, ενώ επίσης διασφαλίζονταν και τα υλικά της αγαθά. Ακόμη και η εκκλησιαστική φιλολογία των πρώτων αυτών αιώνων, δεν έχει την τάση να αντιπαρατίθεται θεολογικά στο Ισλάμ. Η εκκλησία βέβαια αντιτάχθηκε, όπως ήταν φυσικό, στους - κάποτε - μαζικούς εξισλαμισμούς που, όμως, δεν ήταν πάντοτε αναγκαστικοί.(6) Η εκκλησία συνεχίζει επίσης αδιαλείπτως τη σκληρή πολεμική της εναντίον των «κακοδόξων» καθολικών, μια πολεμική που επιτείνεται, ορισμένες φορές, από την πολιτική των επικυρίαρχων απέναντι στον ορθόδοξο κλήρο στις βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε ο Πατριάρχης Μάξιμος ο Γ΄, στα 1483, στο δόγη της Βενετίας, για να παραπονεθεί για την κατάσταση του ορθόδοξου κλήρου στις βενετοκρατούμενες χώρες: «πάσχομεν υπό των Τούρκων συγχωρήσει θεού δια τας αμαρτίας ημών, πλην έχομεν πάσαν ελευθερίαν, ώστε ...πάντα πράττειν ακωλύτως τα εκκλησιαστικά και εν μέσω τω τόπω των ασεβών»(7).
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, διαφαίνεται και μια προσπάθεια συνεννόησης και συνδιαλλαγής με τους διαμαρτυρόμενους, η οποία ξεκίνησε με τις προσπάθειες του περίφημου Γερμανού θεολόγου και ελληνιστή Φιλίππου Μελάγχθωνα (Philipp Schwarzerd, 1497-1560), ο οποίος απέστειλε στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιερεμία Β΄ επιστολή στα ελληνικά και μια ελληνική μετάφραση της «Αυγουστιαίας Ομολογίας».(8) Τον επόμενο αιώνα (16ο) έγινε μια δεύτερη προσπάθεια συνεννόησης των δύο εκκλησιών, επί Πατριαρχίας Ιερεμία Β΄ του Τρανού, η οποία όμως κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Τα αίτια, πέρα από τα δογματικά ζητήματα, τα οποία δεν αντέχουν σε επιστημονική ανάλυση, βρίσκονταν πέρα από τις προθέσεις των δύο εκκλησιών. Το μόνο κοινό που είχαν ήταν ο αντικαθολικισμός τους. Από την άλλη, ενώ ο προτεσταντισμός ήταν σαφώς το δόγμα της πρωταρχικής συσσώρευσης και ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης, η ορθοδοξία ήταν ένα δόγμα προσκολλημένο σε μεσαιωνικά σχήματα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο προτεσταντισμός ήταν πιο ανεκτικός ή πιο φιλάνθρωπος. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που βεβαιώνουν για το αντίθετο).(9)
Η ορθόδοξη εκκλησία, τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, δεν ήταν αμέτοχη της παιδείας. Μιλάμε βέβαια για τον ανώτατο κλήρο. Όμως, πριν αναφερθούμε στις σχέσεις της με τις επιστήμες και τα γράμματα, καλό θα ήταν να αναφερθούμε σε ένα μύθο, από τους πιο διαδομένους της ελληνικής ιστοριογραφίας, που διαμορφώθηκε μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και που συντέλεσε στο να περιβληθεί η ορθοδοξία την αίγλη της «εθνεγερτικής» δύναμης. Αναφερόμαστε βεβαίως στο μύθο περί «Κρυφού Σχολειού». Είναι γνωστή σε όλους η εικόνα του καλόγερου που, μέσα στο σκοτάδι, διδάσκει γραφή και ανάγνωση στους μαθητές που έρχονται κρυφά στο κελί του, νύχτα και με τη βοήθεια του ...φεγγαρακίου του γνωστού τραγουδιού. Καμία ιστορική τεκμηρίωση δεν υπάρχει για τούτη τη διαδικασία. Και δεν είναι μόνο η έλλειψη πηγών και κειμένων που συντελεί στη διάλυση αυτού του μύθου, αλλά και η ίδια η κοινή λογική που απορρέει από τη γνώση άλλων ιστορικών πραγματικοτήτων. Η Οθωμανική αυτοκρατορία οπωσδήποτε δε μεριμνούσε για την παροχή μαζικής μόρφωσης στους υπηκόους της, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ομως, οργανωμένο σύστημα λαϊκής παιδείας δεν υπήρχε σε καμία φεουδαρχική χώρα. Επί πλέον, οι διοικητικοί αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στους οποίους ανήκε και ο ανώτατος ορθόδοξος κλήρος, καθώς και πολλά άλλα πρόσωπα «έλληνες το γένος») όφειλε να γνωρίζει κάτι περισσότερο (ίσως πολύ περισσότερο) από γραφή και ανάγνωση. Μεταξύ άλλων και αυτό το σκοπό επιτελούσε η «Μεγάλη του Γένους Σχολή» στην Κωνσταντινούπολη, η οποία λειτουργούσε ανοιχτά και υπό την πλήρη προστασία της Υψηλής Πύλης. Ακόμη, η ύπαρξη πολλών λογίων πατριαρχών και άλλων μορφωμένων ελλήνων, που ασκούσαν πολύ υψηλά διοικητικά αξιώματα, φανερώνει ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι πιο εγγράμματοι ήσαν, κατά το μάλλον ή ήττον, οι Ελληνες.
Αυτά όσον αφορά τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το 18ο όμως πια αιώνα, συντελούνται ριζικές μεταβολές στην ίδια την ταξική θέση και διαστρωμάτωση των υποδούλων. Τότε, σχηματίζεται η αστική τάξη, η οποία αναζητά τις ρίζες του «γένους» στο παρελθόν, ανακαλύπτει την ελληνική αρχαιότητα και διαμορφώνει ελληνική εθνική συνείδηση. Ενα από τα σημαντικότερα φανερώματα της αστικής ανάπτυξης, είναι και η αγάπη για τη γνώση και την παιδεία. Μέσα στο 18ο αιώνα, στις πόλεις του ελλαδικού χώρου, όπου τουλάχιστον υπάρχουν σοβαρά συμπτώματα αστικής ανάπτυξης (π.χ. Γιάννενα) ιδρύονται συνολικά 400 σχολεία, καθόλου κρυφά, εντελώς φανερά και ανθούντα.(10)
Η συμβολή λοιπόν της εκκλησίας στην υπόθεση της παιδείας των υποδούλων δεν υπήρξε οπωσδήποτε ασήμαντη, βρίσκεται όμως πολύ μακριά από τις μυθοπλασίες της παραδοσιακής ιστοριογραφίας. Αφορά κυρίως τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης και σχετίζεται με την εκπαίδευση ανώτατων κληρικών και διοικητικών αξιωματούχων, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στην άσκηση των καθηκόντων τους. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι, μέχρι τουλάχιστον το 18ο αιώνα, οι μορφωμένοι κληρικοί δεν περιφρονούν τις επιστημονικές ανακαλύψεις της «δυτικής» επιστήμης και προάγουν τόσο τις θετικές όσο και τις πολιτικές επιστήμες.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΙΣ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Το είπαμε και προηγουμένως: η ορθοδοξία θεωρούσε αντίπαλό της περισσότερο τη δυτική εκκλησία και λιγότερο το Ισλάμ. Βέβαια, από το 15ο αιώνα και μετά, η αντιπαλότητα αυτή αντανακλά παρωχημένα κοινωνικά και ιστορικά σχήματα. Στην ίδια τη Δυτική Ευρώπη, το κλασικό μεσαιωνικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο ο Πάπας είναι ο επί γης εκπρόσωπος του ανώτατου φεουδάρχη θεού, κλονίζεται, καθώς η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης βρίσκει την ιδεολογική - δογματική της έκφραση στο νεοπαγές δόγμα που διατύπωσε ο Λούθηρος και την πολιτική στη διαμόρφωση του έθνους - κράτους. Στην Ανατολή, όπου οποιαδήποτε προσπάθεια αστικής ανάπτυξης ανακόπτεται κατ’ αρχήν εξ αιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, η ορθόδοξη εκκλησία μένει προσκολλημένη στο φεουδαρχικό υπόβαθρο του βυζαντινού παρελθόντος και του οθωμανικού παρόντος. Εδώ όμως υπεισέρχεται ένας εξωγενής παράγων: η κατοχή σημαντικού μέρους του ελλαδικού χώρου, με κατ’ εξοχήν ελληνόγλωσσους και ορθόδοξους πληθυσμούς, από «δυτικές», λατινικές και φραγκικές δυνάμεις, κυρίως από Βενετία (Κρήτη, Πελοπόννησος, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά) και από τη Γένοβα (Χίος, Μυτιλήνη). Υπάρχει και η ιδιάζουσα περίπτωση της Ρόδου, η οποία ανήκει στους μοναστικό - πολεμικό τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. Καθώς όμως το μεγαλύτερο μέρος του λατινοκρατούμενου ελλαδικού χώρου ανήκει στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, θα ασχοληθούμε κυρίως με τη δική της εκκλησιαστική πολιτική.
Η πολιτική της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας απέναντι στους ελληνορθόδοξους υπηκόους της καθορίζεται κατ’ εξοχήν από την πολιτική της απέναντι στη Ρώμη και τον Πάπα. Η Βενετία, «μόνη ιταλική πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν Ελληνίδα», επιχείρησε από πολύ νωρίς μια σχετική εκκλησιαστική ανεξαρτησία από την Αγία Εδρα, θεωρώντας ότι έτσι μπορούσε πολύ πιο άνετα να θεμελιώσει την εμπορική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Μέσα στα πλαίσια αυτής της διαφοροποίησης εντάσσεται και η αρπαγή από την Αλεξάνδρεια ενός σώματος το οποίο βαπτίσθηκε «σκήνωμα του Αγίου Μάρκου», μεταφέρθηκε στη Βενετία και έγινε ο πολιούχος Αγιος της πόλης, προς τιμήν του οποίου κτίσθηκε και η περίφημη Βασιλική (εμπνευσμένη αρχιτεκτονικά από το Βυζάντιο). Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι ο καθολικός επίσκοπος της Βενετίας φέρει ακόμα και σήμερα τον τίτλο του Πατριάρχη (Patriarca) και ότι αυτή η περίπτωση είναι η μοναδική που ο τίτλος αυτός συναντάται στην καθολική εκκλησία. Η Βενετία δε θέλει, στις περιοχές που κατέχει, να δυσαρεστήσει το «δικό της» καθολικό κλήρο ούτε να έρθει σε πλήρη ρήξη με την Αγία Εδρα. Δε θέλει όμως από την άλλη να δημιουργήσει ερείσματα που θα διευκολύνουν την καθολική προπαγάνδα, με την έννοια ότι θα δημιουργούνταν ταυτόχρονα ερείσματα για την ανάπτυξη της παπικής πολιτικής. Δεδομένου δε ότι εθνικό αίσθημα δεν υπάρχει τα χρόνια για τα οποία μιλάμε, η εκκλησιαστική πολιτική της Γαληνοτάτης ήταν μια πολιτική εξισορρόπησης πιθανών αντιθέσεων που θα μπορούσαν να οξυνθούν και να οδηγήσουν σε εξεγέρσεις.
Βεβαίως, ο καθολικός κλήρος ευνοήθηκε παντού και σε αυτόν αποδόθηκε η κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Η καθολική εκκλησία, σε πολλές περιπτώσεις , υπήρξε η ίδια φεουδάρχης, όχι όμως περισσότερο ή λιγότερο αντιπαθητικός από τους κοσμικούς χωροδεσπότες. Στην περίπτωση μάλιστα των Ιονίων νήσων, από το 16ο αιώνα και μετά, αρχίζει η αντίστροφη διαδικασία και τα κτήματα της καθολικής εκκλησίας επιστρέφονται στον ορθόδοξο κλήρο, ενώ υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ορθόδοξες εκκλησίες ή μοναστήρια που βρίσκονται μέσα σε φέουδα καθολικής ιδιοκτησίας θεωρούνται προστατευόμενα από τον ίδιο το φεουδάρχη (jus patronato).
Περιπτώσεις διώξεων ιερέων δεν υπάρχουν ιδιαίτερα τρανταχτές, εκτός ίσως από την Κρήτη, επειδή αρκετοί ορθόδοξοι ιερείς συμμετείχαν στις αντιβενετικές εξεγέρσεις του Σήφη Βλαστού και του Καντανολέου (15ος και 16ος αιώνας αντίστοιχα).
Λατρευτικές εκδηλώσεις δεν απαγορεύτηκαν, εκτός από τη χειροτόνηση ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων, σε συγκεκριμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, ο ορθόδοξος κλήρος όφειλε να τελεί λειτουργίες από κοινού με τον καθολικό,(11) πράγμα που άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων ναών, κυρίως στα Επτάνησα.
Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 - 1565), με την οποία θεωρείται ότι ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στους διαμαρτυρόμενους, εντείνεται η καθολική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο. Παρ’ όλο που αυτή δεν μπορεί (για ευνόητους λόγους) να εκδηλωθεί στις οθωμανοκρατούμενες περιοχές, άρα αναγκαστικά διεξάγεται στις βενετοκρατούμενες, δε συναντά την εύνοια των βενετικών αρχών και δε γίνεται με δική τους πρωτοβουλία. Φορείς της επονομαζόμενης «propaganda fide» είναι κυρίως τα μοναστικά τάγματα τα οποία ασκούν και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Ωστόσο, δε φαίνεται να εδραιώνονται ιδιαίτερα στη συνείδηση των κατοίκων των περιοχών στις οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους.
Γενικά, η αντιφατική αλλά μάλλον ήπια πολιτική των Βενετών σε ζητήματα θρησκείας λειτούργησε, προοπτικά, προς όφελος του ορθόδοξου δόγματος. Καθώς, όπως είπαμε και στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η έννοια του έθνους δεν υπήρχε την εποχή εκείνη, οι ελληνόγλωσσοι και ορθόδοξοι υπήκοοι των βενετοκρατούμενων χωρών, προσδιορίζονταν από τη διοίκηση ως «persone di rito greco ortodosso»,(12) σε αντιδιαστολή με τους Σέρβους και Δαλματούς που προσδιορίζονταν ως «persone di rito serbo ortodosso». Η μακρόχρονη συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών πληθυσμών στον ίδιο χώρο λειτούργησε αφομοιωτικά ως προς τους δεύτερους και παρ’ όλο που οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στην κυρίαρχη τάξη ή υπηρετούσαν τη διοίκηση. Τα παραδείγματα εξορθοδοξισμένων βενετικών οικογενειών είναι πολλά και επιφανή, αρκεί να αναφέρουμε ανάμεσά τους Σολωμούς και τους Καποδίστριες. Οι εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων δεν ήταν ποτέ μεγάλες, κυρίως στα Ιόνια νησιά. Πολλές φορές εξ άλλου, ο ορθόδοξος κλήρος ήταν αναπόσπαστο τμήμα της διοίκησης και τη βοηθούσε. Στην αγροτική Κέρκυρα του 18ου αιώνα, με τον ήχο της καμπάνας και την απειλή του αφορισμού, από τον ορθόδοξο κλήρο, διεξαγόταν η κατάρτιση των κατάστιχων των φέουδων.(13) Πάντως, περισσότερο ο μύθος και λιγότερο η ιστορία μαρτυρά ότι το 1797, ανάμεσα στο πλήθος που υποδέχτηκε τους δημοκρατικούς Γάλλους στην κεντρική πλατεία της Κέρκυρας, ήταν και ο Μεγάλος Πρωτοπαππάς, Χαλικιόπουλος - Μάντζαρος. Τούτο βέβαια είναι λίγο περίεργο, δεδομένης της πολύ κακής σχέσης του ορθόδοξου κλήρου με τα γαλλικά πράγματα και τα γαλλικά γράμματα (δηλαδή με το κίνημα του Διαφωτισμού και την Επανάσταση).
Μια σχετικά ιδιαίτερη περίπτωση είναι αυτή του καθολικισμού στις ανατολικές Κυκλάδες και ακόμα πιο ιδιάζουσα είναι η περίπτωση της Σύρου. Στις περιοχές που υπάγονταν απευθείας στη βενετική διοίκηση, όπως είδαμε και προηγουμένως, η διαδικασία αφομοίωσης λειτούργησε υπέρ των ορθοδόξων (και είναι, ακόμα και σήμερα, χαρακτηριστικά λίγος ο αριθμός των καθολικών στα Ιόνια νησιά). Αντίθετα στις Κυκλάδες που είχαν καταληφθεί από Βενετούς άρχοντες στο όνομα της Γαληνοτάτης, ο καθολικισμός επιβίωσε: στα περισσότερα από αυτά τα νησιά, ιδίως στη Νάξο, είναι φανερό, ακόμα και από την αρχιτεκτονική των πόλεων, ότι ο καθολικισμός είναι κατακτητικής προέλευσης: τα «φράγκικα» σπίτια βρίσκονται μέσα στα όρια του Κάστρου. Αντίθετα, στη Σύρο (και εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητά της) οι καθολικοί του νησιού αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, ισχυρίζονται ότι ακολουθούσαν ανέκαθεν το λατινικό τυπικό και η καθολική μητρόπολη του νησιού, ο Αγιος Γεώργιος, θεμελιώθηκε πριν από το 1204.(14)
18ΟΣ ΑΙΩΝΑΣΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΘΝΟΥΣ - ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Εάν, στους προηγούμενους αιώνες, η παιδευτική συνεισφορά της εκκλησίας δεν ήταν ασήμαντη και έγινε κατορθωτή η ανάδειξη στον πατριαρχικό θρόνο σπουδαίων λογίων, όπως π.χ. του Κυρίλλου Λουκάρεως, κατά το 18ο, η ίδια η εκκλησία σαν δομή, λειτουργία και αντίληψη της πραγματικότητας ξεπερνιέται από την ίδια τη ζωή. Ο 18ος είναι ο αιώνας κατά τον οποίο ο «Ρωμιός» γίνεται Ελληνας, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και διαμόρφωσης αστικής τάξης. Αυτή η αστική τάξη ανασύρει μνήμες του - πολύ έντονου εξ άλλου - παρελθόντος του χώρου, ώστε να δημιουργήσει το θεωρητικό εκείνο υπόβαθρο που θα της επιτρέψει να διεκδικήσει το δικό της, «εθνικό» χώρο, τη δική της δηλαδή ενιαία αγορά, έξω από τις ισχυρές φεουδαρχικές δεσμεύσεις που επέβαλλε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εκκλησία μένει πίσω από τις τρέχουσες οικονομικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Εχοντας τη συγκεκριμένη θέση, που αναλυτικά περιγράψαμε, σε σχέση με τη διοίκηση, εννοεί να μη χάσει αυτά της τα προνόμια. Στην καλύτερη περίπτωση, προσβλέπει στην «ελληνοποίηση» της αυτοκρατορίας, στη διάβρωσή της δηλαδή από τα μέσα, από το ακμαίο ελληνικό στοιχείο. Στη χειρότερη, είναι εντελώς αντίθετη με οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση που θα αποσκοπούσε στη δημιουργία ελληνικού κράτους.(15) Αυτές τις κινήσεις μάλιστα τις δαιμονοποιεί, ταυτίζοντάς τις (με αρκετή δόση αλήθειας, οπωσδήποτε) με το κίνημα του διαφωτισμού, τα περίφημα «γαλλικά γράμματα» που τα θεωρεί προπύργιο αθεϊας. Είναι εξ άλλου, πολύ γνωστές οι άγριες ιδεολογικές - και όχι μόνο - συγκρούσεις ανάμεσα σε εκπροσώπους του κλήρου και σε επιφανείς εκπροσώπους του διαφωτισμού.(16) Ενδεικτικά αναφέρουμε την «Πατρική διδασκαλία», του πατριαρχικού λόγιου Αθανάσιου Πάριου, στην οποία η Οθωμανική κυριαρχία χαρακτηρίζεται τιμωρία εκ θεού και η οποία προκάλεσε την μήνιν και την οργισμένη απάντηση του Αδαμάντιου Κοραή, με τη δημοσίευση της «Αδελφικής Διδασκαλίας», ενός πραγματικά επαναστατικού κηρύγματος. Αλλά και η σύγκρουση ανάμεσα στο Ρήγα και στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (τον υπερτιμημένο από την αστική ιστοριογραφία, ο οποίος επί πλέον καταδίκασε και το κίνημα του Υψηλάντη) φανερώνει την αγκύλωση και την προσήλωση της εκκλησίας σε παρωχημένες δομές και αναγκαιότητες. Στην πιο επίσημη έκφρασή της λοιπόν, η Ορθόδοξη εκκλησία υπήρξε αντίθετη με τη διατύπωση του αιτήματος για συγκρότηση έθνους κράτους.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ιστορική αυτή αναδρομή έγινε κυρίως για να καταδειχτεί το πώς και πότε, ιστορικά, η ορθόδοξη εκκλησία (και το δόγμα του οποίου αποτελεί την οργανωτική αποκρυστάλλωση) εξέφρασε την ανθρώπινη κοινότητα που αποτέλεσε αργότερα το ελληνικό έθνος. Θα πρέπει να πούμε ότι η ορθοδοξία, έχοντας ανθίσει στον ανατολικό χώρο, με τις πολύ έντονες κλασικές και ελληνιστικές μνήμες, διέσωσε στο τυπικό της πολλά στοιχεία της αρχαιοελληνικής κουλτούρας. Δεν εννοούμε μόνο τη γλώσσα, αλλά και τη δομή της λειτουργίας (η οποία απηχεί μνήμες αρχαίας τραγωδίας) καθώς και θεολογικούς συμβολισμούς οικείους στον αρχαίο ελληνικό χώρο, π.χ. την Ανάσταση, που αποτελεί πολύ σημαντικότερη γιορτή για την Ορθοδοξία, από ότι για τον καθολικισμό που προβάλλει περισσότερο τα Χριστούγεννα. Από την άποψη αυτή, ο συντηρητισμός της (με την έννοια της διάσωσης αυτών των στοιχείων) βοήθησε στη διατήρηση των πολιτισμικών εκείνων στοιχείων στα οποία κατέφυγε το διαμορφούμενο ελληνικό έθνος για να ολοκληρώσει τη συγκρότηση της συνείδησής του. Από την άλλη, στη μακραίωνη περίοδο των ξενικών κυριαρχιών στον ελλαδικό χώρο, η ορθοδοξία συντέλεσε ώστε το πρόπλασμα του ελληνισμού να λειτουργεί ως κοινότητα με ενιαία χαρακτηριστικά, αλλά και να διαφοροποιείται από τους αλλόδοξους και αλλόθρησκους. Μέχρι εκεί και μέχρι την εποχή που η πολιτική και η ιδεολογία αποκρυσταλλώνονταν κυρίως σε σχήματα θρησκευτικά, όντως η ιδιότητα του ορθοδόξου υπήρξε στοιχείο που βοήθησε στη συγκρότηση του ελληνικού έθνους. Από τη στιγμή όμως που το ελληνικό έθνος, διαμορφωμένο πια, αναζητά συνειδητά στην αρχαιότητα τις πηγές του και επενδύεται ιδεολογικά με τις θέσεις του διαφωτισμού (που, άλλωστε, ανταποκρίνονται στις διαδικασίες της βάσης και στην ανάπτυξη αστικής τάξης) ο ρόλος της ορθοδοξίας υποχωρεί. Ο Ελληνας (ή πιο συχνά Γραικός) του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα δεν είναι απαραίτητο να προάγει τη θρησκευτική του πίστη ως διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό.(17) Το «εν έθνος - Γραικογάλλοι» του Κοραή φανερώνει ότι ο ελληνικός διαφωτισμός θεωρεί ως συγκροτησιακό στοιχείο μιας κοινότητας περισσότερο την ιδεολογία και τα πολιτικά αιτήματα και λιγότερο τη θρησκεία.
Το ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά το 1832 είναι κράτος αστικό ως προς τις προϋποθέσεις ύπαρξής του, τα αίτια δημιουργίας του, τους σκοπούς του. Θα τολμούσαμε μάλιστα να πούμε ότι η ελληνική επανάσταση υπήρξε υπόδειγμα εθνικής - απελευθερωτικής επανάστασης υπό την καθοδήγηση της αστικής τάξης και με σκοπό τη δημιουργία έθνους - κράτους. Ομως, από μια άλλη πλευρά, παλαιότερα κοινωνικά μορφώματα, κληρονομιά της Οθωμανικής τάξης πραγμάτων, παρέμειναν σε αυτό ζωντανά και ενεργά, με αποτέλεσμα ουκ ολίγους συμβιβασμούς από την πλευρά των αστών μαζί τους. Αυτά τα στρώματα εκφράζονταν κυρίως ιδεολογικά από την ορθόδοξη εκκλησία,(18) η οποία διαμόρφωσε για τον εαυτό της το μύθο της «κιβωτού του γένους» και τον περιεβλήθη, με όλη τη λάμψη που της προσπορίζει. Δε λέει ψέματα, αλλά οχυρωμένη πίσω από τη μεταφυσική - ιδεαλιστική αντίληψη της πραγματικότητας και από έναν καθόλου αθώο εκλεκτικισμό, δε λέει και όλη την ιστορική αλήθεια. Και όταν αναφερόμαστε στην ιστορική αλήθεια δεν εννοούμε την εύκολη ερμηνεία που δίνεται στα ιστορικά γεγονότα, σχετικά με «καλούς - αγωνιστές» ή «κακούς» ιερείς ή την πλούσια φιλολογία σχετικά με τον ανώτατο και τον κατώτερο κλήρο. Εννοούμε κυρίως εκείνη την ιστορική αλήθεια που διακριβώνει το πώς κάθε στοιχείο του εποικοδομήματος εδράζεται στη συγκεκριμένη οικονομικο - κοινωνική βάση, την εκφράζει και, με τη σειρά του, επιδρά σε αυτήν.
Στην προσπάθειά της αυτή, η εκκλησία συνεπικουρείται από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα. Το σχεδόν όμως αυτό έχει δύο παραμέτρους: η πρώτη σχετίζεται με την ύπαρξη αλλόδοξων και αλλόθρησκων μειονοτήτων. Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης συνιστά ένα ζήτημα αρκετά περίπλοκο και έξω από τις προθέσεις και τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. Οι εβραίοι της Ελλάδας, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι χαρακτηριστικά λίγοι, ενώ πολλοί λίγους πιστούς έχουν και τα λογής ευαγγελικά δόγματα και οι λογής ευαγγελικές εκκλησίες. Σχετικά πιο πολυάριθμη, αντίθετα, είναι η καθολική κοινότητα (δεν αναφερόμαστε στην Ουνία, που θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ολόκληρης πραγματείας). Οι Ελληνες καθολικοί προέρχονται, στην πλειοψηφία τους, από τα νησιά των ανατολικών Κυκλάδων και, κυρίως, από τη Σύρο (στην περίπτωση της οποίας κάναμε ειδική μνεία παραπάνω). Παρά τη διάχυτη αντίληψη ότι πάντοτε αυτοί έχαιραν της Παπικής προστασίας (κατηγορία που φτάνει στον ισχυρισμό ότι, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν ειδικά προνόμια από την ιταλική διοίκηση, την ίδια στιγμή που οι ορθόδοξοι επένοντο) ωστόσο δε στερούνται καθόλου ελληνικής εθνικής συνείδησης και, επί πλέον, υπήρξαν πάντα το ταξικά αδύνατο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Πάντως, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς (χωρίς ίχνος ειρωνείας) την αναμφισβήτητη συμβολή της καθολικής κοινότητας της Σύρου στη διαμόρφωση ενός σημαντικού κομματιού του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, μέσω του επιφανέστερου τέκνου της του οποίου η προτομή με το χαρακτηριστικό μουσικό όργανο κοσμεί τη μικρή ομώνυμη πλατεία της Ανω Σύρου ...
Είπαμε προηγουμένως ότι το «η Ελλάδα είναι σχεδόν αμιγώς ορθόδοξη χώρα» έχει δύο παραμέτρους. Η δεύτερη σχετίζεται με τον -μη καταγράψιμο- αριθμό των αθρήσκων ή αθέων Ελλήνων πολιτών. Πίσω από το περίφημο «Χ.Ο.» των ταυτοτήτων σαφώς δεν κρύβεται πάντα ένας πιστός. Κρύβονται και πολλοί άνθρωποι που -κάποτε και μέσα από διαφορετικούς ιδεολογικούς δρόμους- δεν προσδιορίζονται ως προσωπικότητες από τη σχέση τους με το θείο, αλλά από την απάρνησή του. Κυρίως οι μαρξιστές και οι κομμουνιστές (αλλά και ορισμένοι αστοί διανοητές) έχουν αποστασιοποιηθεί από το φαινόμενο «θρησκεία», χωρίς να έχουν απεμπολήσει και την εθνική τους συνείδηση. Από μια άλλη πλευρά, ακόμη και αυτή η κατηγορία προσδιορίζεται κατά μεγάλο μέρος πολιτισμικά από το «Η ζωή εν τάφω» ή από την αδίκως υποτιμημένη βυζαντινή αισθητική στις εικαστικές τέχνες, στοιχεία που κληρονομήθηκαν στο νέο ελληνικό πολιτισμό μέσω της λαϊκής αλλά και λαϊκότροπης λόγιας τέχνης.
Τι θέλουμε να πούμε με τούτο; Η θρησκεία είναι μια αντιεπιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας που ανταποκρίνεται στους ταξικούς οικονομικοκοινωνικούς σχηματισμούς και στην επιστημονική και γνωστική ανεπάρκεια του ανθρώπου. Ωστόσο, όντας στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού έχει δημιουργήσει τέχνη, φιλολογία και νοοτροπίες που έχουν επιδράσει βαθιά στη διαμόρφωση συνειδήσεων. Η ορθοδοξία, ως δόγμα και εκκλησία, δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Η συμβολή της λοιπόν στη συγκρότηση της ελληνικής συνείδησης βρίσκεται σε τούτο: βοήθησε τη συγκρότηση της κοινότητας των ελληνοφώνων (με την ευρεία έννοια) και ενέτεινε τη διαφοροποίηση από τις άλλες ανθρώπινες ομάδες με τις οποίες αυτοί συμβίωσαν ιστορικά. Η συμβολή της είναι επίσης σημαντική σε επίπεδο τέχνης, κουλτούρας, νοοτροπίας. Ομως, σε επίπεδο ιδεολογικό - επιστημονικό, αντίληψης της ζωής (που αποκρυσταλλώνεται, μεταξύ άλλων, και ως αίσθηση ελληνικότητας) δεν ήταν, μετά το 18ο αιώνα και πολύ περισσότερο δεν είναι σήμερα στοιχείο «εκ των ουκ άνευ». Εκτός αν θεωρήσουμε - και ας μας συγχωρεθεί από τους αναγνώστες η προσέγγιση των παραδειγμάτων - ότι ο στίχος «τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου» δεν είναι κομμάτι του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Η ότι η συγκλονιστική πραγματικότητα που συμπυκνώθηκε στη φράση του Νίκου Μπελογιάννη «εμείς αγαπάμε την Ελλάδα με το αίμα μας» ειπώθηκε από τα χείλη ενός ανθρώπου βαθιά θρησκευόμενου.
Βιβλιογραφία
«Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Θ΄, Ι΄, ΙΑ΄).
Στήβεν Ράνσιμαν: «Βυζαντινός Πολιτισμός» (εκδ. Γαλαξίας).
Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής Κοινωνίας (1700 - 1821) (εκδ. Εξάντας).
Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» (εκδ. Θεμέλιο).
Peter Sugar: «Η νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από Οθωμανική κυριαρχία (1354 - 1804)» (εκδ. Σμίλη)
Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από ανέκδοτα βενετικά φεουδαρχικά κατάστιχα, προερχόμενα από το Archivio di Stato της Βενετίας.
-------------------------------------------------------------------------------
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1.Παραπέμπουμε σε παλαιότερο άρθρο μας (ΚΟΜΕΠ, τεύχος 3, 1998) που αναφερόταν στη διαμάχη σε σχέση με την «Ανατολή» και τη «Δύση» και την ένταξη της Ελλάδας σε μία από τις δύο αυτές γεωγραφικές - πολιτικές - πολιτισμικές ενότητες.
2.«Και εκ του υιού»: δογματικό σημείο σύγκρουσης ανάμεσα στην ανατολική - ορθόδοξη και στη δυτική - καθολική εκκλησία. Σύμφωνα με την άποψη της πρώτης, οι καθολικοί πρόσθεσαν αυθαίρετα στο «Σύμβολο της Πίστεως» ότι το Αγιο Πνεύμα προέρχεται τόσο από τον Πατέρα όσο και από το γιο. Η σκέψη του Μεσαιωνικού ανθρώπου λεπτολογούσε κατά πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο...
3.Την ίδια εποχή, αναπτύσσεται εμπόριο και βιοτεχνία και στις πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι όμως ζήτημα προς διερεύνηση κατά πόσο αυτού του είδους η αστική ανάπτυξη αποτελεί επιβίωση των αντίστοιχων σχέσεων παραγωγής στα πλαίσια του δουλοκτητικού συστήματος, που εξέπνευσε αργά στο βυζαντινό χώρο, ή προανάκρουσμα των νέων κοινωνικών σχέσεων.
4.Φεουδαρχικός κώδικας καταρτισμένος ειδικά για να εφαρμοστεί στις περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που κατέλαβαν οι Φράγκοι.
5.Για παράδειγμα, έχει διαφορετικό χαρακτήρα ο αντιλατινισμός στις φραγκοκρατούμενες ελληνικές χώρες - για τον οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω - και διαφορετικό ο αντιλατινισμός της Κωνσταντινούπολης, που εκδηλώνεται κυρίως με το μίσος έναντι των γενουατών, βενετών και πισατών εμπόρων, μονίμων τροφοδοτών της πόλης σε είδη πρώτης ανάγκης, που είχαν σχηματίσει μεγάλες περιουσίες, ενώ ταυτόχρονα πένονταν οι ορθόδοξοι βυζαντινοί.
6.Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μαζικών εθελοντικών εξωμοσιών, καθώς και αρκετοί διάσημοι εξωμότες: αναφέρουμε ανάμεσά τους το Μεγάλο Βεζίρη Ιμπραήμ, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και το διασημότερο αρχιτέκτονα τζαμιών, Σινάν. Κατά μία εκδοχή, εξωμότης ήταν και ο διαβόητος πειρατής στην υπηρεσία της Πύλης, Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα.
7.«Υποφέρουμε από τους Τούρκους με την άδεια του θεού εξ αιτίας των αμαρτιών μας, όμως έχουμε κάθε ελευθερία ώστε ... να τελούμε χωρίς εμπόδια όλες τις θρησκευτικές μας υποχρεώσεις, ακόμα και μέσα στη χώρα των απίστων».
8.«Αυγουστιαία Ομολογία»: η ολοκληρωμένη διατύπωση του προτεσταντικού δόγματος, από το Μαρτίνο Λούθηρο.
9.Ανάμεσα σε αυτά, η αρνητική στάση που κράτησε ο ίδιος ο Λούθηρος απέναντι στον «Πόλεμο των χωρικών», η άγρια πουριτανική πολιτεία που εφάρμοσε ο Καλβίνος, η στήριξη που παρείχε η προτεσταντική εκκλησία της Αγγλίας στη διαμόρφωση του αστικού κράτους και στη λεηλασία της γης των χωρικών στη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ακραία παραδείγματα προτεσταντικής αγριότητας, μπορούμε να βρούμε την εποχή κατά την οποία διαμορφωνόταν το αμερικανικό έθνος, όταν ο απηνής διωγμός όχι μόνο των ετεροδόξων, αλλά και των απλών αποκλινόντων, πήρε μορφή μαζικής υστερίας στην περίπτωση της πόλης Σάλεμ, της Νέας Αγγλίας.
10.Το μόνο μάλιστα σχολείο που κάηκε (κυριολεκτικά) στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν το Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης, του Κωνσταντίνου Κούμα. Οχι από τους Οθωμανούς, αλλά από ένα φανατισμένο από την εκκλησία όχλο, επειδή σε αυτό διδάσκονταν τα «γαλλικά» (δηλαδή τα άθεα) γράμματα (αρχές 19ου αιώνα).
11.Χαρακτηριστικό είναι ότι καθολικοί και ορθόδοξοι όφειλαν από κοινού να εορτάζουν τη γιορτή του Αγίου Μάρκου, στις 25 Απριλίου, κυρίως ως ένδειξη σεβασμού προς τη Βενετία.
12.«Πρόσωπα ορθόδοξου ελληνικού δόγματος» και «πρόσωπα ορθόδοξου σερβικού δόγματος».
13.«...col timor del Signor Iddio, et anime loro, et in vigor della Scomunica ...» «Με το φόβο του Κυρίου και Θεού, και των ψυχών τους και με την απειλή του αφορισμού», καλούνται οι πάροικοι να δηλώσουν τα υπάρχοντά τους, σύμφωνα με το βενετικό κατάστιχο του 18ου αιώνα.
14.Μία απάντηση για τη διατήρηση του καθολικού δόγματος στις Κυκλάδες, θα μπορούσε να είναι ότι αυτή οφείλεται στην αρκετά πρώιμη κατάληψη των νησιών αυτών από τους Οθωμανούς, δια ...χειρός Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (4η δεκαετία του 16ου αιώνα), που ανέτρεψε τις ισχύουσες ισορροπίες ανάμεσα στις δύο χριστιανικές κοινότητες. Δε συνέβη όμως το ίδιο και στην Κρήτη, όπου, μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Οθωμανούς (1669), ακολούθησε ένα γιγαντιαίο κύμα εξισλαμισμών (και όχι αναγκαστικών).
15.Ωστόσο, κατά τον προηγούμενο αιώνα, αναπτύχθηκαν σημαντικά κινήματα όχι μόνο με τη συμμετοχή, αλλά, κάποτε, και με την καθοδήγηση κληρικών. Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα των δύο επαναστατικών κινημάτων του μητροπολίτη Τρίκκης και Λαρίσης Διονυσίου, του επονομαζόμενου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου (1600 και 1611) που είχαν το χαρακτήρα αγροτικής εξέγερσης. Και τα δύο κινήματα απέτυχαν: μετά την αποτυχία του πρώτου, ο Διονύσιος κατέφυγε στην Ιταλία, καθαιρεμένος από το Πατριαρχείο, ενώ, μετά το δεύτερο βρήκε τραγικό θάνατο και οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν όργιο αντιποίνων.
16.Ωστόσο, προδρομικές μορφές του ελληνικού Διαφωτισμού θεωρούνται δύο κληρικοί: ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (που κατηγορήθηκε από τον ίδιο τον κλήρο για προσέγγιση με τον προτεσταντισμό, καταδόθηκε στις οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε) και ο πρώτος μεταφραστής του Βολταίρου στην ελληνική γλώσσα, Ευγένιος Βούλγαρις.
17.Χωρίς, από την άλλη, αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα δεν το κάνει. Η αναφορά της θρησκείας ως εθνεγερτικής δύναμης σχετίζεται και με την ταξική θέση και με το βαθμό παιδείας του αυτού που την επικαλείται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αγωνιστών του ‘21. Χαρακτηριστική επίσης - έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο μας - είναι η διαίρεση εκείνων που προσβλέπουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας από μια ξένη δύναμη - σε εκείνους που προσβλέπουν στη Γαλλία και σε εκείνους που προσβλέπουν στην «ομόδοξη» Ρωσία.
18.Ειρήσθω εν παρόδω, σε μια προσπάθεια ολοκλήρωσης του αστικού χαρακτήρα του, το ελληνικό κράτος την κατέστησε αυτοκέφαλη, σε σχέση με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.